-
1 λαμπω
1) светить(λαμψάτω τὸ φῶς NT.)
2) блистать, сверкать(χαλκῷ, ὡς στεροπή Hom.)
ὀφθαλμὼ οἱ πυρὴ λάμπετον Hom. — глаза у него сверкают огнем3) ясно звучать, громко раздаваться(παιὰν λάμπει Soph.)
4) перен. сиять, блистать(λάμποντι μετώπῳ Arph.; δίκα λάμπει ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Aesch.)
5) выделяться(ἐν ἄλλοις Theocr.)
6) возжигать(φέγγος Anth.)
7) ( о сиянии) испускать(πυρὸς σέλας Eur.)
См. также в других словарях:
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek