-
1 cycle
κύκλος -
2 cyklus
κύκλος -
3 kružnice
κύκλος -
4 takt
κύκλος -
5 circle
κύκλος -
6 cycle
κύκλος -
7 cykl
κύκλος -
8 okrąg
κύκλος -
9 çember
κύκλος, περιφέρεια -
10 круг
круг м 1) в рази. знач. о κύκλος, ο γύρος 2) (среда) о κύκλος, το περιβάλλον правящие \кругй οι ιθύνοντες κύκλοι· в \кругу друзей μεταξύ φίλων ◇ заколдованный \круг о φαύλος κύκλος* * *м1) в разн. знач. ο κύκλος, ο γύρος2) ( среда) ο κύκλος, το περιβάλλονпра́вящие круги́ — οι ιθύνοντες κύκλοι
в кругу́ друзе́й — μεταξύ φίλων
••заколдо́ванный круг — ο φαύλος κύκλος
-
11 цикл
-а α.ο κύκλος•годовой цикл движения земли ο ετήσιος κύκλος της κίνησης της γης•
цикл переменного тока ο κύκλος του εναλλασσόμενου ρεύματος•
цикл двигателя внутреннего сгорания ο κύκλος του κινητήρα εσωτερικής καύσης•
производительный цикл ο παραγωγικός κύκλος•
цикл лекций κύκλος (σειρά) διαλέξεων.
-
12 круг
кругм в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα. -
13 circle
['sə:kl] 1. noun1) (a figure (O) bounded by one line, every point on which is equally distant from the centre.) κύκλος2) (something in the form of a circle: She was surrounded by a circle of admirers.) κύκλος3) (a group of people: a circle of close friends; wealthy circles.) κύκλος (ανθρώπων)4) (a balcony in a theatre etc: We sat in the circle at the opera.) εξώστης2. verb1) (to move in a circle round something: The chickens circled round the farmer who was bringing their food.) σχηματίζω κύκλο γύρω από2) (to draw a circle round: Please circle the word you think is wrong.) βάζω σε κύκλο -
14 cycle
I 1. verb(to go by bicycle: He cycles to work every day.) κάνω ποδήλατο2. noun(shortened form of bicycle: They bought the child a cycle for his birthday.) ποδήλατο- cyclistII noun1) (a number of events happening one after the other in a certain order: the life-cycle of the butterfly.) κύκλος2) (a series of poems, songs etc written about one main event etc: a song cycle.) κύκλος (τραγουδιών, ποιημάτων κλπ.)3) ((of alternating current, radio waves etc) one complete series of changes in a regularly varying supply, signal etc.) κύκλος•- cyclic- cyclically -
15 кружок
-жка α.1. μικρός κύκλος, γύρος.2. όμιλος• κύκλος•дружеский кружок φιλικός κύκλος•
драматический кружок δραματικός όμιλος.
εκφρ.в кружок стричь(ся) – κουρεύω, -ομαι σύρριζα. -
16 круг
1. (часть плоскости, ограниченная окружностью) о κύκλος, ο γύρος* азимутальный - αζιμούθιος -паргелический - (метео) το παρήλιο, παρήλιος -2. тех. о τροχόςзаточный - ακονισμού των εργαλείων/αιχμηρών αντικειμένων3. (замкнутый) филос. о φαύλος κύκλος 4. (спасательный) το κυκλικό σωσίβιο, η σωσίβια κουλούρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круг
-
17 круговорот
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круговорот
-
18 среда
I среда Ι ж (окружение) το περιβάλλον ο κύκλος (φίλων, γνωστών); окружающая \среда το περιβάλλον защита окружающей \средаы η προστασία του περιβάλλοντος II среда II ж (день недели ) η Τετάρτη- в среду την Τετάρτη; каждую среду κάθε Τετάρτη; по \средаам τις Τετάρτες* * *I ж( окружение) το περιβάλλον; ο κύκλος (φίλων, γνωστών)окружа́ющая среда́ — το περιβάλλον
II жзащи́та окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος
( день недели) η Τετάρτηв сре́ду — την Τετάρτη
ка́ждую сре́ду — κάθε Τετάρτη
по среда́м — τις Τετάρτες
-
19 сфера
-
20 цикл
цикл м о κύκλος; \цикл лекций μια σειρά διαλέξεων* * *мο κύκλοςцикл ле́кций — μια σειρά διαλέξεων
См. также в других словарях:
κύκλος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος … Dictionary of Greek
ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… … Dictionary of Greek
Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… … Deutsch Wikipedia
αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα … Dictionary of Greek
γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… … Dictionary of Greek
εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων … Dictionary of Greek
επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek