-
21 κτέρας
Grammatical information: n. (only nom.)Meaning: `gift' (K 216, Ω 235, A. R. 4, 1550), usu. pl. κτέρεα, - έων `gifts for the dead, offer' (Il.)Derivatives: κτερε-ΐζω (- ίξω, - ίξαι), also with ἐν-, ἐπι-, συν-, (Il.) and κτερ-ίζω (- ιω, - ίσαι; Il.) `bring gifts for the dead, bury ceremoniously' (Schwyzer 735, Debrunner IF 40, 107ff., Ruijgh L'élém. ach. 83) with κτερίσματα pl. = κτέρεα (S., E.), - ισταί H. (= ταφῆες), ἀ-κτέριστος (S., Lyc.),-έϊστος (AP). On κτέρεα κτερεΐζειν Mylonas AmJArch. 52, 56ff.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Here also κτέρες νεκροί H., prob. constructed backformation (Solmsen IF 3, 98; against this Fraenkel Nom. ag. 1, 68); further prob. Πολύ-κτωρ (Hom.; after it Γανύ-κτωρ Plu., Paus.) as "much-spender" (Fraenkel l.c. with Solmsen; diff. [to κτάομαι] Schulze Kl. Schr. 79). Quite uncertain διάκτορος, s. v. No etymology; wrong ideas in Bq. S. also Arena, Ist. Lomb. 98 (1964) 3-32.Page in Frisk: 2,34Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κτέρας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κτερίσματα — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτερίσματ' — κτερίσματα , κτερίσματα neut nom/voc/acc pl κτερίσματι , κτερίσματα neut dat sg κτερίσματε , κτερίσματα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτερισμάτων — κτερίσματα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτερίσμασιν — κτερίσματα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek