-
21 πάγ-κρεας
-
22 καλλί-κρεας
καλλί-κρεας, εως, τό, schönes Fleisch, Galen., = πάγκρεας.
-
23 ἀρτό-κρεας
ἀρτό-κρεας, ατος, τό, (Brotfleisch), eine Art Pastete, Aesch. Pers. 6, 50.
-
24 Ούτε κρέας, ούτε ψάρι
– Μηδέ τσοπάνος στα βουνά, μηδέ ζευγάς στον κάμπο– Ούτε γλυκό, ούτε ξινό– Ούτε κρέας, ούτε ψάρι– Ούτε κρύο, ούτε ζεστό• Ни Богу свечка, ни черту кочерга• Ни в городе Иван, ни в селе Селифан• Ни пава, ни ворона• Ни рыба, ни мясо• Ни то, ни сёИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ούτε κρέας, ούτε ψάρι
-
25 Είναι νύχι και κρέας
Γύρισε ( κύλησε) ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι– ( Είναι) κώλος και βρακί– Είναι νύχι και κρέας• Два сапога пара• Водой не разольешь• Один другого стоитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είναι νύχι και κρέας
-
26 ἀλεκτρυόνειον κρέας
-
27 αλογίσιο κρέας
τοPferdefleisch n -
28 αρνίσιο κρέας
τοLammfleisch n -
29 Το φθηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε
• Дешевое мясо собакам на кормИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το φθηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε
-
30 κρεάων
κρέαςflesh: neut gen pl (epic) -
31 κρέα
κρέαςflesh: neut nom /voc /acc pl -
32 κρέαος
κρέαςflesh: neut gen sg (attic) -
33 κρέως
κρέαςflesh: neut gen sg (attic) -
34 κρέασι
κρέαςflesh: neut dat pl (epic) -
35 κρέασιν
κρέαςflesh: neut dat pl (epic) -
36 κρέεσσιν
κρέαςflesh: neut dat pl (ionic) -
37 κρεάδιον
-
38 κρεα
-
39 κρειων
I.II.- οντος ὅ1) повелитель, владыка(Ἀγαμέμνων Hom.)
ὦ Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων! Hom. — о, Кронид, верховный из владык!2) благородный, почтенный -
40 κρεο-
См. также в других словарях:
κρέας — flesh neut nom/voc/acc sg κρέᾱς , κρέας flesh neut gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρέας — το, ατος 1. σάρκα ανθρώπου ή ζώου. 2. η σάρκα των σφαγίων. 3. φρ., «Tου κανες τα μούτρα κρέας» σημαίνει ότι δεν κατόρθωσες να τον κάνεις να ντραπεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεατώνω — [κρέας] 1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες τού σώματός μου («κρεατώσανε τ αρνιά») 2. (για πληγή) επουλώνομαι … Dictionary of Greek
κρειῶν — κρέας flesh neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεάων — κρέας flesh neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεῶν — κρέας flesh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρῆς — κρέας flesh neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέα — κρέας flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέαος — κρέας flesh neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέασι — κρέας flesh neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)