-
1 καθαγιζω
ион. κατᾰγίζω1) культ. совершать приношение, торжественно приносить в дар(πυρούς τινι Arph.; πάντα τοῦ ταύρου τὰ μέλη Plat.)
2) сжигать в виде жертвы(θυμιήματα Her.; κακούργους Diod.)
3) предавать огню, сжигать(τὸν καρπόν Her.; τὸ σῶμά τινος Plut.)
4) хоронить, погребатьὅσων σπαράγματα ἢ κύνες καθήγισαν, ἢ θῆρες Soph. — чьи растерзанные останки погребли (в себе, т.е. пожрали) псы или дикие звери
См. также в других словарях:
θυμιήματα — θῡμιήματα , θυμίαμα incense neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγίζω — και ιων. τ. καταγίζω (Α) 1. προσφέρω κάτι σε θεό, αφιερώνω σε θεό, καθιερώ* («ἀκροθίνια ταῡτα καταγιεῑν θεῶν ὅτεῳ, δή», Ηρόδ.) 2. ιδίως για θυσία πάνω σε φωτιά («θυμιήματα δὲ παρ αὐτῆ παντοῑα καταγίζουσι», Ηρόδ.) 3. αφιερώνω, προσφέρω κάτι στις… … Dictionary of Greek