-
81 αγλαοθρονος
-
82 αμαξηρης
-
83 ανακλιτος
-
84 αργυροηλος
-
85 αρχετας
-
86 αφθιτος
несокрушимый, непреходящий, вечный(θρόνος Hom.; ἀθάνατος καὴ ἄ. HH.; Στύξ Hes.; ὄπις θεῶν Pind.; γᾶ Soph.; θεοί Eur.; πῦρ Aesch., Plut.)
-
87 διθρονος
2восседающий на двух престолахδίθρονον κράτος Aesch. — двупрестольная власть, т.е. оба Атрида (Агамемнон и Менелай)
-
88 ευθρονος
-
89 ευκλεης
эп. ἐϋκλεής 2покрытый великой славой, славный(βασιλῆες Hom.; ἔργα Pind.; θρόνος Soph.; βίος Eur.; θάνατος Aesch.; Ἀκαδημία Plut.)
δόξα εὐ. Plat. — великая слава -
90 ευποιητος
-
91 θρονωσις
- εως ἥ троноз, усаживание (обряд посвящения в число корибантов: посвящаемого усаживали на особый θρόνος, и вокруг него устраивалась священная пляска членов братства) Plat. -
92 ιζω
(impf. эп. iter. ἵζεσκον; fut. и aor. только поздн.)1) тж. med. садиться(ἐπὴ θρόνου, ἐς θρόνον Hom.; ἐς τὰ πρόθυρα τῶν οἰκίων, ἐπὴ τὸ δεῖπνον Her.)
ἵζε, πέπον Hom. — садись, голубчик;ἵζευ ἐμεῖο Hom. — сядь со мною;μέ ἵζου κρήνας Eur. — не садись (отдыхать) у источников;μερμήριζε, ἢ Διὸς ποτὴ βωμὸν ἵζοιτο Hom. — (Фемий) обдумывал, не сесть ли (т.е. не искать ли ему защиты) у алтаря Зевса;2) сидеть(ἐπ΄ ἄκριας Hom.; ἐπὴ πηδαλίῳ Eur.)
ὅ θρόνος, ἐς τὸν ἵζων ἐδίκαζε Her. — кресло, сидя в котором ( или садясь в которое Сисамн) творил суд3) сажать(τινὰ ἐς θρόνον Hom.; τινὰ ἐν θρόνοις Aesch.)
4) (о совете, совещании) собирать, созывать, устраивать(βουλέν γερόντων Hom.)
5) тж. med. садиться в засаду, залечь(ἵζεσθαι ἐν ποταμῷ Hom.)
ἵ. κλωπικὰς ἕδρας Eur. — залечь в засаду, притаиться6) med. ( об армии) располагаться, размещаться, занимать позиции(ἐν τῷ Ἰσθμῷ и ἐς τὸν Ἰσθμόν Her.)
7) тж. med. опускаться, погружаться(ἵ. εἰς ὀχετὸν ἄτας Pind.)
ἥ νῆσος ἱζομένη Plat. — осевший (на дно океана) остров (Атлантида) -
93 καταφημιζω
дор. καταφᾱμίζω1) распространять, распускать слух Pind.καταπεφήμισται Polyb. — ходит слух
2) предназначать, посвящать(τοῖς θεοῖς Polyb., Plut.; θρόνος Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένος Plut.)
3) бранить, укорять Plut. -
94 κυκλοεις
-
95 λιπαροθρονος
-
96 ξενοεις
(θρόνος, sc. Λοξίου Eur.)
-
97 οκλαδιας
-
98 ομοθρονος
-
99 ποικιλοθρονος
-
100 πολυανωρ
1) многолюдный(πόλις Arph.)
2) обильно посещаемый(ξενόεις θρόνος Eur.)
3) имевшая много мужей(γυνή Aesch.)
См. также в других словарях:
θρόνος — seat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
θρόνος — ο 1. πολυτελές κάθισμα: Επισκοπικός θρόνος. 2. εξουσία: Ανεβαίνω στο θρόνο. – Απομακρύνομαι από το θρόνο. 3. φρ., «λόγος του θρόνου», λόγος που παλαιότερα εκφωνούσε ο βασιλιάς στη Βουλή, όταν άρχιζαν οι εργασίες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
θρόνε — θρόνος seat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνοι — θρόνος seat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνους — θρόνος seat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Throne — This article is about royal thrones; for other meanings see Throne (disambiguation). The thrones for Elizabeth II as Queen of Canada, and the Duke of Edinburgh (back) in the Canadian Senate, Ottawa are usually occupied by the Queen s… … Wikipedia
αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… … Dictionary of Greek
θρονί — το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος] 1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο 2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος νεοελλ. 1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής… … Dictionary of Greek