Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(θανάτου

  • 61 μεταξύ

    1. επίρρ.
    1) между, посредине;

    μεταξύ Χίου και Μυτιλήνης — между Хиосом и Митиленой;

    μεταξύ της τρίτης και της τετάρτης πρωινής ώρας — или μεταξύ τρείς και τέσσερες το πρωΐ — между тремя и четырьмя часами утра;

    2) между, среди;

    τον διέκρινα μεταξύ των διαδηλωτών — я его заметил среди демонстрантов;

    § μεταξύ των άλλων — между прочим;

    μεταξύ ζωής και τάφου ( — или θανάτου) — между жизнью и смертью;

    μεταξύ σφύρας και άκμονος — между молотом и наковальней;

    μεταξύ δυό πυρών — между двух огней;

    μεταξύ φίλων — среди друзей;

    μεταξύ μας (σας, των, τους) — между нами (вами, ними);

    υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των — между ними большая разница;

    τρώγονται μεταξύ τους — они грызутся между собой;

    αυτό να μείνει μεταξύ μας, παρακαλώ — я прошу вас, чтобы это осталось между нами;

    διακανονίστηκαν ( — или ρυθμίστηκαν) οι μεταξύ μας διαφορές — наши разногласия урегулированы;

    μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον — погов, из двух зол выбирают меньшее;

    2. επίθ. άκλ. ;

    ο μεταξύ χρόνος — промежуток времени;

    3. (τό) εν τω μεταξύ — или σ' αυτό το μεταξύ — между тем, пока это происходило;

    στο μεταξύа) в промежутке (о времени); — б) между тем, тем временем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεταξύ

  • 62 μέχρι(ς)

    επίρρ. (με γεν. και αιτιατ.)
    1) до, вплоть до;

    μέχρι(ς) του ποταμού — до реки;

    μέχρι(ς) τό φθινόπωρο — до осени;

    μέχρι(ς) σήμερα — до сегодняшнего дня;

    μέχρι(ς) τό Σάββατο — до субботы;

    μέχρι(ς) θανάτου — до смерти;

    μέχρι(ς) εδώ — до сих пор, до этого места;

    μέχρι(ς) εκεί — до того места;

    μέχρι(ς) τούδε — до сих пор, до этого момента;

    μέχρι(ς) ου — или μέχρι(ς) ότου — до тех пор, пока;

    μέχρι(ς) πότε; — до каких пор?;

    μέχρι(ς) στιγμής — пока, до сих пор;

    από κεφαλής μέχρι(ς) ονύχων — с головы до ног;

    μέχρι(ς) ενός — до последнего;

    2) около; почти, до;

    μέχρι(ς) τρία χιλιόμετρα — а) около трёх километров; — б) не больше трёх километров;

    μέχρι(ς) τριακόσια άτομα — около (или до) трёхсот человек;

    § μέχρις αποδείξεως τού εναντίου мг., юр. до тех пор, пока не будет доказано противоположное

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέχρι(ς)

  • 63 μέχρι(ς)

    επίρρ. (με γεν. και αιτιατ.)
    1) до, вплоть до;

    μέχρι(ς) του ποταμού — до реки;

    μέχρι(ς) τό φθινόπωρο — до осени;

    μέχρι(ς) σήμερα — до сегодняшнего дня;

    μέχρι(ς) τό Σάββατο — до субботы;

    μέχρι(ς) θανάτου — до смерти;

    μέχρι(ς) εδώ — до сих пор, до этого места;

    μέχρι(ς) εκεί — до того места;

    μέχρι(ς) τούδε — до сих пор, до этого момента;

    μέχρι(ς) ου — или μέχρι(ς) ότου — до тех пор, пока;

    μέχρι(ς) πότε; — до каких пор?;

    μέχρι(ς) στιγμής — пока, до сих пор;

    από κεφαλής μέχρι(ς) ονύχων — с головы до ног;

    μέχρι(ς) ενός — до последнего;

    2) около; почти, до;

    μέχρι(ς) τρία χιλιόμετρα — а) около трёх километров; — б) не больше трёх километров;

    μέχρι(ς) τριακόσια άτομα — около (или до) трёхсот человек;

    § μέχρις αποδείξεως τού εναντίου мг., юр. до тех пор, пока не будет доказано противоположное

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέχρι(ς)

  • 64 παλαίω

    παλαίω μεταξύ ζωής και θανάτου — находиться между жизнью и смертью

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παλαίω

  • 65 πήδημα

    τό
    1) прыжок; скачок;

    πήδημα θανάτου — сальто-мортале;

    μ' ένα πήδημα — одним скачком, прыжком;

    2) перепрыгивание;
    3) спец. покрытие (о животных)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πήδημα

  • 66 σάλτο

    το, σάλτος ο прыжок; скачок;

    § τό σάλτο τού θανάτου — сальто-мортале

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σάλτο

  • 67 υπόκειματ

    1) подлежать (чему-л.);

    αυτό δεν υπόκειται εις αμφιβολίαν — это не подлежит сомнению;

    υπόκειματ εις έλεγχον — подлежать проверке;

    υπόκειματ σε κατάσχεση — подлежать конфискации;

    υπόκειματ εις την αρμοδιότητα κάποιου — быть в чьём-л. ведении;

    2) подчиняться (кому-чему-л.), зависеть (от кого-чего-л.);

    υπόκειματ εις τούς νόμους — подчиняться законам;

    3) быть подверженным (чему-л.);

    ο άνθρωπος υπόκειται εις την μοίραν τού θανάτου — человек смертен;

    4) быть расположенным, находиться ниже

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπόκειματ

  • 68 ώς

    επίρρ.
    1) (με γεν. и αιτιατ.) до;

    ώς χτες — до вчерашнего дня;

    ώς θανάτου — или ώς τό θάνατο — до смерти;

    ώς абрю до завтрашнего дня;

    ώς τότε — а) до тех пор; — б) к тому времени;

    ώς πότε — до каких пор;

    2) (е' сочетании] с να, πού να, όταν να) (до тех пор) пока1;

    ώς (πού) να ερθω ( — до тех пор) пока не приду;

    3) (с числ.) до, около, почти;

    περπάτησα ώς δυό ώρες — он гулял около двух часов;

    απέχω ώς δυό χιλιόμετρα — находиться почти в двух километрах;

    τρώγει ώς δέκα αυγά — он съедает до десяти яиц

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ώς

  • 69 ζωή

    ζωή η
    жизнь;
    ΦΡ.
    αιώνια / μεταθανάτια / άλλη / μέλλουσα ζωή — вечная / посмертная / другая / будущая жизнь
    Слово употребляется в Евангелии для обозначения «вечной жизни» – αιώνιον ζωήν, а также часто встречается в словах Христа:

    εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν. 5, 24) — от смерти в жизнь (Ин. 5, 24),

    εγώ ειμί ο άρτος της ζωής (Ιωάν. 6, 48) — Я есмь хлеб жизни (Ин. 6, 48),

    εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή (Ιωάν. 11, 25) — Я есмь воскресение и жизнь (Ин. 11, 25),

    εγώ ειμί... η αλήθεια και η ζωή (Ιωάν. 14, 6) — Я есмь… истина и жизнь (Ин. 14, 6)

    Этим.
    дргр. < ζω «жить, быть в живых»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ζωή

  • 70 θάνατος

    θάνατος ο
    смерть, гибель:

    ηθικός θάνατος — нравственное падение;

    η τριπλή μορφή του θανάτου: πνευματικός, σωματικός, αιώνιος — тройная форма смерти: духовная, телесная, вечная

    Этим.
    дргр. θανατός < санскр. a-dhvani-t «исчез, сгорел», dhvan-ta «темный»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θάνατος

См. также в других словарях:

  • Θανάτου, Κοιλάδα του- — (Death Valley). Βαθύ τεκτονικό ρήγμα στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια των ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα Καλιφόρνια και Νεβάδα. Εκτείνεται από τα Β προς τα Ν σε μήκος περίπου 225 χλμ., ενώ το πλάτος της κυμαίνεται από 6 έως 26 χλμ. Πλαισιώνεται από τις… …   Dictionary of Greek

  • θανατοῦ — θανατάω desire to die pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) θανατόω put to death pres imperat mp 2nd sg θανατόω put to death imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θανάτου — Θάνατος death masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανάτου — θάνατος death masc gen sg θανατόω put to death pres imperat act 2nd sg θανατόω put to death imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θανάτου, γραφέας — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα αρχαίου αγγειογράφου, του οποίου το πραγματικό όνομα παραμένει άγνωστο. Φιλοτεχνούσε λευκές ληκύθους, που επειδή τις χρησιμοποιούσαν κυρίως σε νεκρικές τελετές, η θεματολογία τους ήταν εμπνευσμένη από αυτές. Έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. — ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. См. Сон смерти брат …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κοιλάδα του Θανάτου — Βλ. λ. Θανάτου, κοιλάδα …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»