Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(εὐτυχίᾳ

  • 101 желать

    ρ.δ.
    1. μ., επιθυμώ, θέλω•

    желать познакомиться θέλω να γνωριστούμε•

    родители не -ют этого брака οι γονείς δεν τον θέλουν αυτόν τον γάμο.

    || ποθώ, έχω καημό" желать его видеть ποθώ να τον ιδώ. || εύχομαι•

    желать доброго пути εύχομαι καλό ταξίδι•

    желать вам здоровье и счастье σας εύχομαι υγεία και ευτυχία•

    -ю вам успехов σας εύχομαι (καλές) επιτυχίες•

    - вам всего хорошего (ή доброго) σας εύχομαι ό,τι καλό.

    2. αγαπώ•

    я ее -ю εγώ την θέλω.

    εκφρ.
    оставляет желать многого (ή лучшего) – έχει ακόμα ελλείψεις.
    απρόσ. θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > желать

  • 102 задача

    θ.
    1. καθήκο, έργο, δουλειά•

    выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•

    наши -и τα καθήκοντα μας•

    основная задача το βασικό καθήκο.

    || σκοπός αντικειμενικός•

    поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.

    || ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•

    очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.

    2. μαθ. πρόβλημα•

    алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.

    3. (απλ.)
    επιτυχία• ευτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > задача

  • 103 мимолётный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. παλ. ιπτάμενος, διερχόμενος σιμά και γοργά, διαβατικός•

    -ые журавли διαβατικοί γερανοί.

    2. μτφ. γοργοδιαβατάρικος, γοργοδιαβατικός. || εφήμερος, παροδικός, πρόσκαιρος, φευγαλέος, γρήγορος, στιγμιαίος•

    мимолётный взгляд γρήγορη ματιά•

    -ая радость παροδική χαρά•

    -ое счастье εφήμερη ευτυχία•

    -ая встреча συνάντηση στα πεταχτά (στα γρήγορα).

    Большой русско-греческий словарь > мимолётный

  • 104 молодеть

    ρ.δ. ξενιοτεύω, ξανανιώνω, ανα-νεάζω•

    от счастья она -ла από την ευτυχία αυτή ξενιότευε.

    Большой русско-греческий словарь > молодеть

  • 105 недолговечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    μικρής διάρκειας βραχύβιος, λιγόχρονος• παροδικός, πρόσκαιρος, εφήμερος•

    -ое счастье παροδική ευτυχία.

    || μη στέρεος, μικρής αντοχής πρόχειρος•

    -ая установка πρόχειρη εγκατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > недолговечный

  • 106 непродолжительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    μικρής διάρκειας
    - λιγόχρονος, βραχυχρόνιος, σύντομος•

    непродолжительный отпуск άδεια μικρής διάρκειας•

    в течение -ого времени σε σύντομο χρονικό διάστημα•

    -ое счастье εφήμερη ευτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > непродолжительный

  • 107 планида

    θ. παλ. τύχη, μοίρα. || ευτυχία, ευδαιμονία, καλοτυχιά• επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > планида

  • 108 полновесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно
    κανονικού βάρους• γνήσιος•

    -ая монета γνήσιο νόμισμα.

    || μεγάλος, βαρύς•

    -ые брвна βαριά κούτσουρα.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ая пощчина γερός μπάτσος.

    || σημαντικός, σοβαρός•

    -ые доводы σοβαρά επιχειρήματα.

    || μτφ. πραγματικός• πλήρης•

    -ое счастье πλήρης ευτυχία• ευδαιμονία.

    Большой русско-греческий словарь > полновесный

  • 109 попытать

    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) μαθαίνω, γνωρίζω.
    2. δοκιμάζω•

    попытать силу мой δοκιμάζω τη δύναμη μου.

    3. βασανίζω.
    εκφρ.
    попытать счастья – δοκιμάζω την ευτυχία (επιχειρώ κάτι για να ευτυχήσω).
    βλ. пытаться.

    Большой русско-греческий словарь > попытать

  • 110 принести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•

    принести дров φέρω καυσόξυλα.

    || μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•

    она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.

    || φέρω•

    принести счастье φέρω ευτυχία•

    принести страдания φέρω βάσανα.

    || παρασύρω•

    ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.

    2. (για ζώα)• γεννώ•

    кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.

    || δίνω, παράγω, καρποφορώ•

    деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.

    3. αποδίδω•
    4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•

    клятву ορκίζομαι•

    принести в дар δωρίζω•

    принести жалобу παραπονούμαι•

    принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.

    έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•

    ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > принести

  • 111 светить

    свечу, светишь
    ρ.δ.
    1. φέγγω, φωτίζω, λάμπω•

    луна -тит το φεγγάρι φωτίζει•

    звзды -ят τ αστέρια λάμπουν•

    солнце -ит для всех ο ήλιος φωτίζει για όλους.

    || ρίχνω φως•

    он -ил мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκάλα.

    || μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω• δίνω ευτυχία, αίγλη.
    2. ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντιφέγγω. || ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω.
    3. μτφ. λάμπω από χαρά, ευχαρίστηση•

    глаза е -ли τα μάτια της έλαμπαν,

    1. φέγγω, φωτίζω•

    вдали что-то -ится μακριά στο βάθος κάτι φέγγει.

    || φωτίζομαι.
    2. βλ. ενεργ. φ. (2 σημ.).
    3. μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    4. διαφαίνομαι. || λάμπω από χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > светить

  • 112 семейный

    επ.
    οικογενειάρχης, άνθρωπος με οικογένεια•

    -ые люди άνθρωποι οικογενειάρχες.

    || οικογενειακός•

    -ые обязанности οι-γενειακές υποχρεώσεις•

    -ое счастье οικογενειακή ευτυχία•

    по -ым обстоятельствам για οικογενειακούς λόγους•

    -ые дела οικογενει-κές υποθέσεις•

    сцена из -ой жизни σκηνή από την οικογενειακή ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > семейный

  • 113 скоротечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    παροδικός, διαβατικός, πρόσκαιρος, εφήμερος•

    -ое счастье πρόσκαιρη ευτυχία.

    εκφρ.
    - ая чахотка – καλπάζουσα φυματίωση.

    Большой русско-греческий словарь > скоротечный

  • 114 счастливить

    -влю, -вишь
    ρ.δ.μ. (απλ.)• κάνω ευτυχή• δίνω ευτυχία.
    είμαι ευτυχής, με ευνοεί η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > счастливить

  • 115 талан

    α. (απλ. κ. διαλκ.) ευτυχία,καλή τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > талан

  • 116 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 117 фарт

    α. (απλ.) ευτυχία• επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > фарт

  • 118 фортуна

    θ. (γραπ. λόγος)• μοίρα, τύχη ευμενής• ευτυχία•

    колесо -ы το πεπρωμένο, η ειμαρμένη•

    ему улыбается фортуна αυτού του χαμογελά η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > фортуна

  • 119 цена

    -ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.
    1. τιμή, τίμημα, αξία•

    цена товара η τιμή του εμπορεύματος•

    государственная цена κρατική τιμή•

    цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•

    снижение цен πτώση των τιμών•

    тврдая цена σταθερή τιμή.

    2. εκτίμηση.
    3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•

    спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.

    || -ой χάρη, αντί•

    добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•

    занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.

    || μτφ. σημασία•

    жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•

    какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;

    εκφρ.
    в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•
    этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•
    любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•
    - ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας.

    Большой русско-греческий словарь > цена

  • 120 διώνυμος

    δῐώνῠμ-ος, ον, ([etym.] δίς, ὄνυμα, ὄνομα)
    A with two names, D.T.636.11 (s. v. l.); or, of two persons, named together,

    θεαί E.Ph. 683

    (lyr.).
    II ([etym.] διά) far-famed,

    εὐτυχία Plu.Tim.30

    ;

    στρατηγός App.BC4.54

    ;

    χῶρος J.BJ 5.1.3

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διώνυμος

См. также в других словарях:

  • εὐτυχία — εὐτυχίᾱ , εὐτυχία good luck fem nom/voc/acc dual εὐτυχίᾱ , εὐτυχία good luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχία — η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) [ευτυχώ] το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία τού σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ. β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι» …   Dictionary of Greek

  • εὐτυχίᾳ — εὐτυχίαι , εὐτυχία good luck fem nom/voc pl εὐτυχίᾱͅ , εὐτυχία good luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχία — η 1. καλή τύχη, ευδαιμονία, καλοπέραση, επιτυχία: Σας εύχομαι υγεία κι ευτυχία. 2. αγαθή έκβαση, επιτυχία (αντίθ. ατυχία) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εὐτυχία πολύφιλος. — См. Кому счастье дружит, тому и люди …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐν εὐτυχίᾳ φίλον εὑρεῖν εὐπορώτατον, ἐν δὲ δυστυχίᾳ πάντων ἀπορώτατον. — См. Кому счастье дружит, тому и люди …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εὐτυχίας — εὐτυχίᾱς , εὐτυχία good luck fem acc pl εὐτυχίᾱς , εὐτυχία good luck fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχίαι — εὐτυχία good luck fem nom/voc pl εὐτυχίᾱͅ , εὐτυχία good luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχίαν — εὐτυχίᾱν , εὐτυχία good luck fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχιῶν — εὐτυχία good luck fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχίαις — εὐτυχία good luck fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»