-
1 Join
v. trans.Hold together: P. and V. συνέχειν.Join battle ( with): P. and V. εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (dat.). συμβάλλειν (dat.), V. μάχην συμβάλλειν (dat.), μάχην συνάπτειν (dat.), εἰς ἀγῶνα συμπίπτειν (dat.), Ar. and V. συνίστασθαι (dat.); see Engage.Join issue with: see under Issue.Associate oneself with: P. and V. προστίθεσθαι (dat.).Join as ally: P. προσχωρεῖν (dat.), ὅπλα θέσθαι μετά (gen.); see side with.Meet: P. and V. συναντᾶν (dat.) (Xen. also Ar.); meet.Of detachments joining a main body: P. συμμιγνύναι (dat.), συμμίσγειν (dat.), προσμιγνύναι (dat.).From Leucas Cnemus and his ships from that quarter, which were to have joined these, only reached Cyllene after the battle at Stratus: P. ἀπὸ Λευκάδος Κνῆμος καὶ αἱ ἐκεῖθεν νῆες, ἃς ἔδει ταύταις συμμῖξαι, ἀφικνοῦνται μετὰ τὴν ἐν Στράτῳ μάχην εἰς τὴν Κυλλήνην (Thuc. 2, 84).V. intrans. Come together: P. and V. συνέρχεσθαι.Join in, take part in: P. and V. μεταλαμβάνειν (gen.), μετέχειν (gen.), κοινωνεῖν (gen.); see Share.Join in doing a thing: in compounds use P. and V. συν.Join in saving: P. and V. συσσώζειν.It is mine to join not in hating but in loving: V. οὔτοι συνέχθειν ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν (Soph., Ant. 523).It is mine to join in wise measures, not insane: V. συσσωφρονεῖν γὰρ οὐχὶ συννοσεῖν ἔφυν (Eur., I.A. 407).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Join
-
2 Engage
v. trans.Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.Attack: P. and V. εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), πόλεμον συνάπτειν (dat. or πρός, acc.), Ar. and V. συνίστασθαι (dat.), V. μάχην συμβάλλειν (dat.), μάχην συνάπτειν (dat.), εἰς ἀγῶνα συμπίπτειν (dat.); see Encounter.It happened in many places that two, or at some parts even more ships were perforce engaged with one: P. συνετύγχανε πολλαχοῦ... δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς κατʼ ἀνάγκην συνηρτῆσθαι (Thuc. 7, 70).Bring into conflict: P. συμβάλλειν, V. συνάγειν, συνάπτειν, συμφέρειν, P. and V. ἀντιτάσσειν, Ar. and V. ἀντιτιθέναι.Betroth: see Betroth.V. intrans. Promise, undertake: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ὑφίστασθαι, ἐπαγγέλλεσθαι, V. ὑπίσχεσθαι, P. ὑποδέχεσθαι, Ar. and P. ἐγγυᾶσθαι; see Promise.Engage in, be engaged in: Ar. and P. πραγματεύεσθαι (acc., or περί, acc. or gen.). διατρίβειν (περί, acc. or gen., or πρός, acc.), P. and V. σπουδάζειν (acc., or περί, acc. or gen.).I am engaged: P. ἀσχολία μοί ἐστι.Manage: P. and V. πράσσειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Engage
-
3 Action
subs.The hands of the young are braced for action: V. νέων τοι δρᾶν μὲν ἔντονοι χέρες (Eur., frag.).Bring action against: P. εἰς ἀγῶνα καθιστάναι (acc.).Virtue, power (of drugs, etc.): V. δύνασις, ἡ, ἰσχύς, ἡ.Battle: P. and V. ἔργον, τό.Put ships out of action: P. ναῦς ἄπλους ποιεῖν (Thuc. 7, 34).Some seven ( ships) were put out of action: P. ἑπτά τινες ἄπλοι ἐγένοντο (Thuc. 7, 34).Action, as opposed to passivity: P. πρᾶξις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Action
-
4 Bench
subs.P. and V. βαθρόν, τό.Seat: Ar. and V. ἕδρα, ἡ (rare P.).Benches for rowers: V. ζυγά, τά, σέλματα, τά. ἑδώλια, τά.Bring ( a person) before the bench: P. εἰς ἀγῶνα καθιστάναι (acc.); see bring to trial, under Trial.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bench
-
5 Field
subs.Take the field, v.: P. and V. στρατεύειν (or mid.), ἐπιστρατεύειν (or mid.), P. ἐκστρατεύειν (or mid.); see Campaign.Service in the field: P. and V. στρατεία, ἡ.In the field: P. ἐπὶ στρατείας, Ar. ἐπὶ στρατίας.met., as soon as we enter the field ( as claimants in a suit): P. ἐπειδὴ ἡμεῖς... ἥκομεν εἰς τὸ μέσον (Dem. 1088).A good field for: P. εὐπορία, ἡ (gen.).The orators who delight us by their words will have a field for display in other less important cases: P. οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες ἕξουσι καὶ ἐν ἄλλοις ἐλάσσοσιν ἀγῶνα (Thuc. 40).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Field
-
6 Run
v. trans.Run ( a wall in any direction): P. ἄγειν (Thuc. 6, 99), ἐξάγειν (Dem. 1278, Thuc. 1, 93). προάγειν (Dem. 1279).( He said) that the shaft ran right through the eighth whorl: τὴν ἡλακάτην διὰ μέσου τοῦ ὀγδόου (σφονδύλου) διαμπερὲς ἐληλάσθαι (Plat., Rep. 616E).Run a risk: V. τρέχειν ἀγῶνα; see under Risk.Run ( a candidate), put forward: use P. προτάσσειν.Run a race: use race, v.Enter for a competition: see Enter.Hasten: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, ἐπείγεσθαι, ἵεσθαι (rare P.), ἀμιλλᾶσθαι (rare P.), φέρεσθαι; see Hasten.Of a ship: P. πλεῖν, V. τρέχειν.Run before a fair breeze: V. ἐξ οὐρίων τρέχειν (Soph., Aj. 1083).As the story runs: V. ὡς ἔχει λόγος, or P. ὡς ὁ λόγος ἐστί.Run about, v. trans.: Ar. and P. περιτρέχειν (acc. or absol.), περιθεῖν (see. or absol.), διατρέχειν (absol.), P. διαθεῖν (absol.).Run along: P. παραθεῖν (absol.).Desert: Ar. and P. αὐτομολεῖν, P. ἀπαυτομολεῖν.Fly: P. and V. φεύγειν.Let one's anger run away with one: use P. and V. ὀργῇ ἐκφέρεσθαι.Run away from: see Avoid.Run before ( in advance): P. προθεῖν (absol.), προτρέχειν (gen. or absol.).Collide with: P. προσπίπτειν (dat.); see Collide.met., slander: P. and V. διαβάλλειν, P. διασύρειν.V. intrans. P. καταθεῖν, Ar. and P. κατατρέχειν.Run forward: P. προτρέχειν.Run in, into, v. intrans.: Ar. and P. εἰστρέχειν (εἰς, acc.); see dash into.Run off: see run away.Flow off: P. and V. ἀπορρεῖν.Run out: Ar. and P. ἐκτρέχειν, ἐκθεῖν (Xen.); see rush out.Overrun: P. κατατρέχειν, καταθεῖν.Run quickly over: P. ἐπιτρέχειν.Run riot, go to excess, v. intrans.: P. and V. ὑπερβάλλειν, ἐξέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, V. ἐκτρέχειν.Wanton: P. and V. ὑβρίζειν.Of inanimate things as a wall: P. περιθεῖν.Run through, v. trans.: Ar. and P. διατρέχειν (acc.) (Thuc. 4, 79).Pierce: see Pierce.met., run through an argument, etc.: P. διατρέχειν (acc.); see run over.Squander: P. and V. ἐκχεῖν (Plat.), V. ἀντλεῖν, διασπείρειν,Run up: Ar. and P. προστρέχειν, P. προσθεῖν.Run with, drip with: P. and V. ῥεῖν (dat.), V. στάζειν (dat.), καταστάζειν (dat.), καταρρεῖν (dat.); see Drip.Abound with: see Abound.——————subs.P. and V. δρόμος, ὁ, V. δράμημα, τό, τρόχος, ὁ.Voyage: P. and V. πλοῦς, ὁ.The common run of people: P. and V. τό πλῆθος, οἱ πολλοί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Run
См. также в других словарях:
συναποδύομαι — ΜΑ αποβάλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο αρχ. 1. μτφ. χάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναποδυσάμενος τὴν ἡδονήν τε καὶ τὴν λύπην μετὰ τοῡ σώματος», Γρηγ. Νύσσ.) 2. φρ. «συναποδύεσθαί τινι εἰς ἀγῶνα» κατέρχομαι σε αγώνα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek