-
1 лес
лесм1. τό δάσος, ὁ λόγγος, τό ρουμάνι:дремучий \лес τό ἀδιάβατο δάσος· хвойный \лес δάσος ἀπό κωνοφόρα δένδρα· лиственный \лес τό δάσος ἀπό φυλλοφόρα δένδρα· смешанный \лес τό μικτό δάσος·2. (материал) ἡ ξυλεία, ἡ ξυλική:строй-тельный \лес ἡ οίκοδομήσιμος ξυλεία· Корабельный \лес ἡ ναυπηγήσιμη ξυλεία· сплавлять \лес μεταφέρω ξυλεία[ν] μέ τό ρεύμα τοῦ ποταμοῦ· ◊ кто в \лес, кто по дрова погов. ὁ καθένας τό χαβἄ του. -
2 бурелом
буреломм τά ξερριζωμένα (ἀπό θύελλα) δένδρα. -
3 в
в(во) предлог с вин. и пред л. п.1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;5. (при указании количественных признаков, размера, веса):дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι. -
4 зазеленеть
зазелене||тьсов ἀρχίζω νά πρασινίζω:деревья \зазеленетьли πρασίνισαν τά δένδρα. -
5 лиственный
лиственныйприл φυλλωτός:\лиственный лес δάσος μέ φυλλωτά δένδρα. -
6 облетать
облетатьнесов, облететь сов1. (вокруг чего-л.) πετῶ γύρω·2. перен (быстро распространяться \облетать об известии и т. п.) διαδίδομαι·3. (осыпаться) φυλ-λορροῶ, πέφτω, πίπτω:листья облетели (с деревьев) Επεσαν τά φύλλα (ἀπό τά δένδρα). -
7 обнажать
обнаж||атьнесов1. (ἀπο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω:\обнажать голову βγάζω τό καπέλλο μου, μένω ἀσκεπής· ветер \обнажатьйл деревья ὁ ἄνεμος ξεγύμνωσε τά δένδρα·2. (делать видимым, доступным) ἀποκαλύπτω, ἀφήνω ἀκάλυπτο:\обнажать саблю ξεσπαθώνω, τραβώ τό σπαθί μου· \обнажать нерв ἀποκαλύπτω τό νεΰρο[ν]· \обнажать фланги воен. ἀφήνω ἀκάλυπτα τά πλευρά·3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτω, βγάζω στά φανερά:\обнажать противоречия ἀποκαλύπτω τίς ἀντιθέσεις. -
8 одеться
одеть||сясм. одеваться· деревья оделись листвой τά δένδρα πρασίνισαν. -
9 озеленить
озеленитьсов, озеленять несов φυτεύω δένδρα, φυτεύω πρασινάδα -
10 тронуть
трону||тьсов1. см. трогать·2. (попортить) ἀρχίζω νά χαλνώ:сыр тронут плесенью τό τυρί ἄρχισε νά μουχλιάζει· деревья \тронутьло морозом τά δένδρα τά κτύπησε ἡ παγωνιά. -
11 хвойный
хвойн||ыйприл κωνοφόρος:\хвойный лес δάσος κωνοφόρων δένδρων \хвойныйые.деревья τά κωνοφόρα δένδρα· ◊ \хвойныйые ванны μπάνια μέ φύλλα κωνοφόρων. -
12 timber
['timbə]1) (wood, especially for building: This house is built of timber.) ξυλεία2) (trees suitable for this: a hundred acres of good timber.) δένδρα για ξυλεία3) (a wooden beam used in the building of a house, ship etc.) δοκάρι -
13 Vegetation
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vegetation
См. также в других словарях:
δένδρα — δένδρᾱ , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) δένδρᾱ , δένδρον tree neut nom/acc pl (doric aeolic) δένδρον tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δένδρα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 89 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύμης. Έως το 1954… … Dictionary of Greek
δενδρά — δενδράς wooded fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλά Δένδρα — Sp Kalà Dendrà Ap Καλά Δένδρα/Kala Dendra L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα … Dictionary of Greek
δένδρ' — δένδρα , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροκοπώ — (AM δενδροκοπῶ, έω) [δενδροκόπος] κόβω δένδρα αρχ. 1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια 2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της … Dictionary of Greek
δεντρικός — ή, ό (AM δενδρικός, ή, όν Α και δενδριακός, ή, όν) όποιος ανήκει στα δένδρα ή προέρχεται απ αυτά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεντρικά τα δένδρα αρχ. γεμάτος δένδρα … Dictionary of Greek
δεντρώνω — (AM δενδρῶ, όω) 1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη») 2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα») νεοελλ. 1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή 2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα… … Dictionary of Greek
σύνδενδρος — η, ο / σύνδενδρος, ον, ΝΑ (για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν τόπος κατάφυτος από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] … Dictionary of Greek
Dendra — Δενδρά Location … Wikipedia