Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(δένδρα

  • 1 лес

    лес
    м
    1. τό δάσος, ὁ λόγγος, τό ρουμάνι:
    дремучий \лес τό ἀδιάβατο δάσος· хвойный \лес δάσος ἀπό κωνοφόρα δένδρα· лиственный \лес τό δάσος ἀπό φυλλοφόρα δένδρα· смешанный \лес τό μικτό δάσος·
    2. (материал) ἡ ξυλεία, ἡ ξυλική:
    строй-тельный \лес ἡ οίκοδομήσιμος ξυλεία· Корабельный \лес ἡ ναυπηγήσιμη ξυλεία· сплавлять \лес μεταφέρω ξυλεία[ν] μέ τό ρεύμα τοῦ ποταμοῦ· ◊ кто в \лес, кто по дрова погов. ὁ καθένας τό χαβἄ του.

    Русско-новогреческий словарь > лес

  • 2 бурелом

    бурелом
    м τά ξερριζωμένα (ἀπό θύελλα) δένδρα.

    Русско-новогреческий словарь > бурелом

  • 3 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

  • 4 зазеленеть

    зазелене||ть
    сов ἀρχίζω νά πρασινίζω:
    деревья \зазеленетьли πρασίνισαν τά δένδρα.

    Русско-новогреческий словарь > зазеленеть

  • 5 лиственный

    лиственный
    прил φυλλωτός:
    \лиственный лес δάσος μέ φυλλωτά δένδρα.

    Русско-новогреческий словарь > лиственный

  • 6 облетать

    облетать
    несов, облететь сов
    1. (вокруг чего-л.) πετῶ γύρω·
    2. перен (быстро распространяться \облетать об известии и т. п.) διαδίδομαι·
    3. (осыпаться) φυλ-λορροῶ, πέφτω, πίπτω:
    листья облетели (с деревьев) Επεσαν τά φύλλα (ἀπό τά δένδρα).

    Русско-новогреческий словарь > облетать

  • 7 обнажать

    обнаж||ать
    несов
    1. (ἀπο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω:
    \обнажать голову βγάζω τό καπέλλο μου, μένω ἀσκεπής· ветер \обнажатьйл деревья ὁ ἄνεμος ξεγύμνωσε τά δένδρα·
    2. (делать видимым, доступным) ἀποκαλύπτω, ἀφήνω ἀκάλυπτο:
    \обнажать саблю ξεσπαθώνω, τραβώ τό σπαθί μου· \обнажать нерв ἀποκαλύπτω τό νεΰρο[ν]· \обнажать фланги воен. ἀφήνω ἀκάλυπτα τά πλευρά·
    3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτω, βγάζω στά φανερά:
    \обнажать противоречия ἀποκαλύπτω τίς ἀντιθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > обнажать

  • 8 одеться

    одеть||ся
    см. одеваться· деревья оделись листвой τά δένδρα πρασίνισαν.

    Русско-новогреческий словарь > одеться

  • 9 озеленить

    озеленить
    сов, озеленять несов φυτεύω δένδρα, φυτεύω πρασινάδα

    Русско-новогреческий словарь > озеленить

  • 10 тронуть

    трону||ть
    сов
    1. см. трогать·
    2. (попортить) ἀρχίζω νά χαλνώ:
    сыр тронут плесенью τό τυρί ἄρχισε νά μουχλιάζει· деревья \тронутьло морозом τά δένδρα τά κτύπησε ἡ παγωνιά.

    Русско-новогреческий словарь > тронуть

  • 11 хвойный

    хвойн||ый
    прил κωνοφόρος:
    \хвойный лес δάσος κωνοφόρων δένδρων \хвойныйые.деревья τά κωνοφόρα δένδρα· ◊ \хвойныйые ванны μπάνια μέ φύλλα κωνοφόρων.

    Русско-новогреческий словарь > хвойный

  • 12 timber

    ['timbə]
    1) (wood, especially for building: This house is built of timber.) ξυλεία
    2) (trees suitable for this: a hundred acres of good timber.) δένδρα για ξυλεία
    3) (a wooden beam used in the building of a house, ship etc.) δοκάρι

    English-Greek dictionary > timber

  • 13 Vegetation

    subs.
    Plants: P. and V. φυτά, τά.
    Trees: P. and V. δένδρα, τά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vegetation

См. также в других словарях:

  • δένδρα — δένδρᾱ , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) δένδρᾱ , δένδρον tree neut nom/acc pl (doric aeolic) δένδρον tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δένδρα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 89 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύμης. Έως το 1954… …   Dictionary of Greek

  • δενδρά — δενδράς wooded fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλά Δένδρα — Sp Kalà Dendrà Ap Καλά Δένδρα/Kala Dendra L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα …   Dictionary of Greek

  • δένδρ' — δένδρα , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκοπώ — (AM δενδροκοπῶ, έω) [δενδροκόπος] κόβω δένδρα αρχ. 1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια 2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της …   Dictionary of Greek

  • δεντρικός — ή, ό (AM δενδρικός, ή, όν Α και δενδριακός, ή, όν) όποιος ανήκει στα δένδρα ή προέρχεται απ αυτά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεντρικά τα δένδρα αρχ. γεμάτος δένδρα …   Dictionary of Greek

  • δεντρώνω — (AM δενδρῶ, όω) 1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη») 2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα») νεοελλ. 1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή 2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα… …   Dictionary of Greek

  • σύνδενδρος — η, ο / σύνδενδρος, ον, ΝΑ (για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν τόπος κατάφυτος από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • Dendra — Δενδρά Location …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»