-
1 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
2 автодром
ο αυτοκινητόδρομος δοκιμώνη πίστα (αυτοκινητιστικών) αγώνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автодром
-
3 академия
1. (высшее научное учреждение, вуз) η Ακαδημία 2. (военная) η ανώτατη στρατιωτική σχολήморская - η σχολή των ναυτικών δοκίμων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > академия
-
4 аппаратура
τα όργανατο σύνολο οργάνων, ο εξοπλισμόςиндикаторная (рлк.) - ενδείξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аппаратура
-
5 комплекс
1. мат. το σύμπλεγμα των καμπυλών 2. (совокупность производственных зданий и т.п.) το συγκρότημα 3. (совокупность, сочетание) το σύνολο, το σύνολο των μέσωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комплекс
-
6 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
7 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
8 площадка
1. (земельный участок) о χώρος, το πεδίο, το γήπεδοстартовая - το πεδίο/η εξέδρα εκτόξευσης2. (над уровнем пола) η εξέδρα, η πλατφόρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадка
-
9 проведение
1. (черты, линии) η χάραξη 2. (прокладка) η χάραξη, (напр. дороги) η κατασκευή, η εγκατάσταση, (электричества, газа) η σύνδεση 3. (осуществление) η εκτέλεση, η διενέργεια, η διεξαγωγή 4. (через что-л.) η οδήγηση 5. (соору-жение, построение) η κατασκευή ^(принятие решения, утверждения) η έγκριση 7. (оформление, записывание) η εγγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проведение
-
10 программа
1. (план предстоящей деятельности, работ и т.п.порядок проведения чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο2. вчт. το πρόγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > программа
-
11 протокол
το πρακτικ/ό, το πρωτόκολλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > протокол
-
12 пульт
1. тех. о πίνακας 2. (муз) το αναλόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пульт
-
13 училище
η σχολή(военизированное) - των ναυτικών δοκίμων (относится к высшим учебным заведениям Греции и соответствует Морской Академии)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > училище
-
14 центр
το κέντροустанавливать - τοποθετώ το -, κεντράρωкоммутационный свз. - επικοινωνίαςмоторные - ы головного мозга анат. - α του εγκεφάλουнервный - (мед.анат.) νευρικό -- ρύθμισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > центр
-
15 морской
морск||ойприл θαλάσσιος, θαλασσινός/ ναυτιλιακός, ναυτικός (связанный с мореплаванием):\морской климат τό θαλάσσιο κλίμα· \морскойая вода́ τό θαλασσινό νερό· \морскойи́е ванны τά θαλασσινά λουτρά· \морскойое дно ὁ βυθός τῆς θάλασσας· \морской бриз ὁ μπάτης· \морской путь ὁ θαλάσσιος δρόμος· \морскойо́е путешествие ἡ θαλασσοπορία· \морской берег ἡ παραλία, ἡ ἀκτή, ἡ ἀκρογιαλιἄ \морской порт τό λιμάνι· \морской флот ὁ στόλος, τό ναυτικό· \морской бой ἡ ναυμαχία· \морскойая пехота οἱ πεζοναύτες· \морской офицер ὁ ἀξιωματικός τοῦ ναυτικοῦ· \морскойое училище ἡ ναυτική σχολή, ἡ σχολή τῶν δοκίμων \морскойо́е министерство τό ὑπουργεῖον τῶν ναυτικών \морскойа́я игла зоол. ἡ κατουρλίδα, ἡ σακορ-ράφα· \морскойая свинка зоол. ὁ χοιρόγρυλλος, τό ἰνδικόν χοιρίδιον \морской еж зоол. ὁ ἐχϊ-νος, ὁ ἀχινός· \морскойа́я звезда́ зоол. ὁ ἀστερίας, ὁ σταυρός τής θάλασσας· \морской бинокль ἡ ναυτική διόπτρα· ◊ \морскойая болезнь ἡ ναυτία· \морской волк разг ὁ θαλασσόλυκος. -
16 училище
училищес ἡ σχολή, τό σχολεῖο[ν]:ремесленное \училище ἡ ἐπαγγελματική σχολή· педагогическое \училище τό διδασκαλεϊθ[ν]· мореходное \училище ἡ σχολή ἐμπορικοὔ ναυτι-κοῦ· художественное \училище ἡ σχολή καλών τεχνών военное \училище а) ἡ στρατιωτική σχολή, б) ἡ σχολή τῶν Ευελπίδων (в Греции)· техническое \училище ἡ τεχνική σχολή· военно-морское \училище а) ἡ ναυτική σχολή, б) ἡ σχολή των Δοκίμων (в Греции)· авиационное \училище а) ἡ σχολή ἀεροπόρων, б) ἡ σχολή τῶν 'Ικάρων (в Греции \училище военное). -
17 испытательный
επ.δοκιμαστικός•испытательный полет δοκιμαστική πτήση•
испытательный срок περίοδος δοκιμασίας•
испытательный полигон πολύγωνο δοκιμών.
-
18 солевыносливый
επ., βρ: -лив, -а, -оευ-δοκιμών σε αλατώδη εδάφη (για φυτά).
См. также в других словарях:
Δοκίμων — Δόκιμος acceptable masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμων — δόκιμος acceptable masc/fem/neut gen pl δοκιμόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δοκιμόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek
Γενεύη — (γαλλ. Genéve, ιταλ. Ginevra, γερμ. Genf). Πόλη (175.000 κάτ. το 2000) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (282 τ. χλμ., 408.800 κάτ. το 2000). Βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο νοτιοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Τον… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρής, Κωνσταντίνος — (1894 – 1976). Ναύαρχος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Φοιτητής ακόμα στη Σχολή Δοκίμων, με την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου, αποσπάστηκε στο ανιχνευτικό πολεμικό σκάφος Λέων, με τον βαθμό του αρχικελευστή. Με το πλοίο αυτό πολέμησε στις… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Hellenic Naval Academy — Infobox Military Unit unit name= Σχολή Ναυτικών Δοκίμων Hellenic Naval Cadets Academy caption=Coat of Arms of the Hellenic Naval Academy dates=1845 present country= flagicon|GRE Greece branch=Hellenic Navy command structure= type=Military and… … Wikipedia
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
Γκρίνπις — (Greenpeace). Διεθνής μη κυβερνητική, οικολογική οργάνωση. Σύμφωνα με το καταστατικό της, η Γ. στοχεύει στις άμεσες λύσεις των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων. Στηρίζεται τόσο στη συλλογική όσο και στην προσωπική μη βίαιη δράση. Ιδρύθηκε το… … Dictionary of Greek