-
1 stvořitel
δημιουργός -
2 creator
δημιουργός -
3 stwórca
δημιουργός -
4 автор
авторм ὁ δημιουργός / ὁ συγγραφέας [-εύς] (писатель)/ ὁ ἐφευρέτης (изобретения):\автор проекта ὁ δημιουργός τοῦ σχεδίου. -
5 создатель
-я α. -ница, -ы θ.1. δημιουργός• πλάστης, πλαστουργός• πο ιητής.2. (θρησκ.) θεός (δημιουργός). -
6 Creator
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Creator
-
7 автор
1. (писатель) о συγγραφέας 2. (изобретатель) о εφευρέτης, ο δημιουργός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автор
-
8 демиург
ο δημιουργός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > демиург
-
9 создатель
ο δημιουργός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > создатель
-
10 создатель
созда́||тельм ὁ δημιουργός/ ὁ πλαστουργός, ὁ πλάστης (тж. рел.). -
11 творец
творецм ὁ δημιουργός (создатель)/ ὁ συγγραφέας (автор). -
12 creator
noun (a person who creates.) δημιουργός -
13 father
1. noun1) (a male parent, especially human: Mr Smith is her father.) πατέρας2) ((with capital) the title of a (usually Roman Catholic) priest: I met Father Sullivan this morning.) πατήρ3) (a person who begins, invents or first makes something: King Alfred was the father of the English navy.) ιδρυτής, δημιουργός, `πατέρας`2. verb(to be the father of: King Charles II fathered a number of children.) είμαι/ γίνομαι πατέρας σε...- fatherly
- father-in-law -
14 the Creator
(God.) ο Δημιουργός -
15 автор
[άφταρ] ουσ. α. δημιουργός -
16 создатель
[σαζντάτιλ'] ουσ. α. δημιουργός -
17 творец
[τβαριέτς] ουσ. α. δημιουργός -
18 автор
[άφταρ] ουσ α δημιουργός -
19 создатель
[σαζντάτιλ'] ουσ α δημιουργός -
20 творец
[τβαριέτς] ουσ α δημιουργός
См. также в других словарях:
Δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
δημιουργός — ο 1. ο Θεός: Ο Δημιουργός έπλασε τα πάντα με σοφία. 2. αυτός που παράγει ή επινοεί κάποιο έργο, ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, ο παραγωγός, ο αίτιος: Είναι ο δημιουργός του χάους που επικρατεί μέσα στην αίθουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δημιοεργοί — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργέ — δημιουργός one who works for the people masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργῶν — δημιουργός one who works for the people masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργόν — δημιουργός one who works for the people masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργός — δημιουργός one who works for the people masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)