Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(γραμμάτων

  • 101 περιοχή

    περιοχή, ῆς, ἡ (Theophr. et al.; Herm. Wr. 8, 5; pap, LXX; Philo, Aet. M. 4; Jos., Bell. 5, 169; 203) ἡ π. τῆς γραφῆς Ac 8:32 can mean either
    content/wording of a written text/scripture (περιοχή in this sense, schol. on Thu. 1, 131 ἡ περ. τῶν γραμμάτων; schol. on Apollon. Rhod. 4 superscr. Cp. also Suda s.v. Ὅμηρος Σέλλιος)—or
    portion of written text/scripture (Dionys. Hal., de Thu. c. 25; Cicero, Ad Attic. 13, 25, 3).—Blass on Ac 8:32.—DELG s.v. 1 ἔχω. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > περιοχή

  • 102 ὀλίγος

    ὀλίγος, η, ον (Hom.+.—For the NT the spelling ὁλίγος is not infrequently attested [exx. in B-D-F §14; Mlt-H., 98f; cp. Schwyzer I 226; II 201]; like ἑλπίς, ἵδιος and a few others of this kind, this form is found in ins and pap as early as pre-Christian times, and is more freq. later [Crönert 148–53; Helbing 25f; Thackeray 126f; Hauser 60]).
    pert. to being relatively small in number, few pl.
    used w. a noun ἐργάται Mt 9:37; Lk 10:2. ἰχθύδια a few (small) fish Mt 15:34; Mk 8:7. ἄρρωστοι 6:5. ἄφρονες a few foolish persons ITr 8:2. ὀνόματα Rv 3:4. πρόσωπα persons 1 Cl 1:1. W. κεράμια to be understood fr. the immediate context Hm 12, 5, 3. ἡμέραι ὀλίγαι (PFay 123, 10 [c. 100 A.D.]; Gen 29:20; cp. Ps 108:8; Philo, Somn. 1, 46; Jos., Ant. 1, 91): ἐν ἡμ. ὀλίγαις (Diod S 36, 4, 4) Ac 15:30 D. πρὸς ὀλ. ἡμέρας for a few days Hb 12:10; μετὰ ἡμέρας ὀλ. after a few days Hs 7:1; 8, 4, 1. μετʼ ὀλ. ἡμέρας (Teles p. 19, 5; Diod S 13, 8, 1) 8, 11, 5; 9, 5, 5f. μετὰ ὀλ. ἡμέρας 5, 2, 9; 8, 2, 9. ὀλ. ῥήματα a few words m 4, 2, 1; 12, 5, 1. διʼ ὀλ. γραμμάτων in a few lines (s. γράμμα 1) IRo 8:2; IPol 7:3.
    abs. ὀλίγοι (a) few (opp. πολλοί as Menand., Mon. 670 Jäkel [443 Meineke]; Polyb. 18, 53, 1; Diod S 15, 37, 1; Plut., Mor. 188e; Porphyr., Vi. Pyth. 22; Tat. 3, 2) Mt 7:14 (Cebes 15, 2f there are ὀλίγοι who travel the στενὴ ὁδός …, ἡ ἄγουσα to the goal; TestAbr A 11 p. 90, 11 [Stone p. 28] ὀλίγοι … οἱ σῳζόμενοι); 20:16 v.l.; 22:14=4:14; Lk 13:23. a few 1 Pt 3:20; MPol 5:1 (cp. Just., A I, 44, 13). Used w. the partitive gen. (Arrian, Anab. 5, 15, 4 ὀλίγοι τῶν ἐλεφάντων) and a neg. not a few, a number (of) (Jos., Bell. 7, 438) γυναικῶν Ac 17:4. γυναικῶν … καὶ ἀνδρῶν vs. 12.—ὀλ. ἐξ αὐτῶν Hs 9, 8, 6.—ὀλίγα (a) few things Lk 10:42 v.l. (opp. πολλά as Menand., Mon. 311 Jäkel [226 Meineke]; Ath. 12, 3; s. ABaker, CBQ 27, ’65, 127–37); Rv 2:14; ὑποδείξω ὀλ. I shall point out a few things 1:8. ὀλ. ἐπερωτᾶν τινα ask someone a few questions Hm 4, 1, 4. ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός you were trustworthy in managing a few things Mt 25:21, 23. δαρήσεται ὀλίγας he will receive few lashes Lk 12:48 (s. δέρω). διʼ ὀλίγων γράφειν 1 Pt 5:12 (βραχέων P72, cp. Hb 13:22; s. διά A 3b).
    pert. to being relatively small on a scale of extent, little, small, short, sing.
    of amount (3 Km 17:10 ὀλ. ὕδωρ) οἶνος ὀλ. a little wine (Artem. 1, 66 p. 59, 25) 1 Ti 5:23; πῦρ ὀλ. a little fire Js 3:5 v.l. οὐκ ὀλ. ἐργασία no small profit Ac 19:24; of fruit little Hs 2:4; of a country small 1 Cl 10:2.—Subst. τὸ ὀλίγον a small amount ὁ τὸ ὀλ. one who gathered a small amount (opp. ὁ τὸ πολύ) 2 Cor 8:15 (cp. Num 11:32; Ex 16:18). ᾧ ὀλίγον ἀφίεται the one to whom little is forgiven Lk 7:47a (cp. the use in vs. 47b and s. 3 below).
    of duration
    α. (Musaeus vs. 291 ὀλίγον ἐπὶ χρόνον= for a short time; TestAbr B 2 p. 106, 5 [Stone p. 60] ὀλίγην ὥραν) ὀλ. καιρός a short time Rv 12:12. χρόνος οὐκ ὀλ. a long time (Jos., Bell. 2, 62) Ac 14:28. ὀλίγον χρόνον for a short while (Menand., Fgm. 567 Kö.) 2 Cl 19:3; Hs 7:6; ἐν καιρῷ ὀλ. in a short time 1 Cl 23:4.
    β. The neut. ὀλίγον used adverbially (Hom. et al.; Pr 6:10; Sir 51:16, 27) w. preps. in a short time, quickly (Pind.; Pla., Apol. 22b; Jos., Ant. 18, 145; Lucian, Toxaris 24) Ac 26:28 (s. πείθω 1b; 3a and reff. there). καὶ ἐν ὀλ. καὶ ἐν μεγάλῳ whether in a short or a long time vs. 29 (s. B-D-F §195; GWhitaker, The Words of Agrippa to St. Paul: JTS 15, 1914, 82f; AFridrichsen, SymbOsl 14, ’35, 50; Field, Notes 141–43; s. Rob. 653).—μετʼ ὀλίγον after a short while (Diod S 14, 9, 6; 15, 6, 5; Appian, Liby. 98 §465; SIG 1170, 25f; PRyl 77, 41; Jdth 13:9; Wsd 15:8; TestAbr A 7 p. 84, 8 [Stone p. 16]; GrBar 9:3; Jos., Vi. 344; Just., D. 56, 18) MPol 11:2.—πρὸς ὀλίγον for a short time (Lucian, Dial. Deor. 18, 1; Aelian, VH 12, 63; POxy 67, 14; Jos., Bell. 4, 642, Ant. 4, 128; Just., A I, 12, 2) Js 4:14.—Without a prep. (Ps 36:10; TestJob 40:4; ParJer 5:2) Mk 6:31; 1 Pt 1:6; 5:10; Rv 17:10.
    of distance, the neut. ὀλίγον used adverbially a little of distance, etc. (Pla., Prot. 26, 339d ὀλίγον προελθών; ApcMos 19 περιπατήσας ὀλίγον) Mk 1:19; Lk 5:3.
    relatively low on a scale of extent or existing only to a small degree, little, slight οὐκ ὀλ. great, severe: τάραχο Ac 12:18; 19:23. στάσις κ. ζήτησις 15:2. χειμών 27:20. Only a little (Ael. Aristid. 33, 6 K.=51 p. 573 D.) ὀλίγον ἀγαπᾷ he loves only (to) a little (extent) Lk 7:47b.—W. prep. ἐν ὀλίγῳ (cp. TestGad 4:6=‘slightly’) in brief (Aristot., Rhet. 3, 11 p. 1412b, 23; Dionys. Byz. §3) Eph 3:3. πρὸς ὀλίγον ὠφέλιμος profitable for (a) little (=has some value) 1 Ti 4:8. GJs19, 2 (s. deStrycker 279).—B. 925f. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὀλίγος

См. также в других словарях:

  • γραμμάτων — γράμμα that which is drawn neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …   Dictionary of Greek

  • ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραμματισμός — ο (ΑM μεταγραμματισμός) [μεταγραμματίζω] η μετάθεση γραμμάτων, ο σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης με μετάθεση τών γραμμάτων μιας άλλης λέξης ή φράσης, αναγραμματισμός αρχ. η μεταβολή τών γραμμάτων από την παλαιά γραφή στη μεταγενέστερη, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»