-
1 Bibulus
Βίβλος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bibulus
-
2 biblia
βίβλος -
3 Библия
-
4 библия
библияж ἡ Βίβλος. -
5 луб
лубм бот. ὁ σομφός, ἡ βίβλος, τό σομφό ξύλο. -
6 Bible
1) ((with the) the sacred writings of the Christian Church, consisting of the Old and New Testaments.) Βίβλος2) (the Jewish Scriptures (the Old Testament).) Παλαιά Διαθήκη•- biblical -
7 библия
[μπίμπλιγια] ουσ. θ. Βίβλος -
8 библия
[μπίμπλιγια] ουσ θ Βίβλος -
9 Библия
-и θ.η Βίβλος. -
10 Book
subs.Division of a work: P. λόγος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Book
-
11 Scroll
subs.Book: P. and V. βίβλος, ἡ, V. πτυχαί βίβλων, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scroll
-
12 Volume
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Volume
-
13 Work
subs.P. and V. ἔργον, τό.Thing made: P. and V. ἔργον, τό, V. ὄργανον, τό, πόνος, ὁ.Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ. P. and V. σπουδή, ἡ.Needle-work: P. and V. ποίκιλμα, τό; ewbroidery.Composition, writing: P. σύγγραμμα, τό.Book: P. and V. βίβλος, ἡ.Set to work: see under Set.Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.Mound: P. χῶμα, τό, χοῦς, ὁ, πρόσχωσις, ἡ.——————v. trans.Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν.Knead: P. and V. ὀργάζειν (Soph., frag.).Cultivate ( the soil): P. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, P. and V. γεωργεῖν (Eur., Rhes. 176, absol.), V. γαπονεῖν (Eur., Rhes. 75).Work a mine: P. ἐργάζεσθαι μέταλλον (Dem. 977).Work ( stone or other materials): P. ἐργάζεσθαι.Embroider: P. and V. ποικίλλειν, P. καταποικίλλειν.He works his auger with double thongs: V. διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ (Eur., Cycl. 461).V. intrans. Labour: P. and V. ἐργάζεσθαι, πονεῖν, ἐκπονεῖν, κάμνειν (rare P.), μοχθεῖν (rare P.).Be an artisan: P. δημιουργεῖν.Work at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).Work off: P. ἀποτρίβεσθαι.Work one's way: see Advance.Work out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.), Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι (acc.).Come to the end of: V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν.Work round: see come round.Work round in the rear of an enemy: P. περιιέναι κατὰ νώτου (Thuc. 4, 36).He so worked upon the jury that they would not even hear a word from us: P. οὕτω διέθηκε τοὺς δικαστὰς ὥστε φωνὴν μηδʼ ἡντινοῦν ἐθέλειν ἀκούειν ἡμῶν (Dem. 1103).Work with others: P. and V. συμπονεῖν (dat.) (Xen.), V. συμμοχθεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Work
См. также в других словарях:
βίβλος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλος — I Η Αγία Γραφή (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. * * * η (AM βίβλος, Α και βύβλος) Βίβλος, η τα βιβλία της Αγίας Γραφής … Dictionary of Greek
βίβλος — η 1. η φλούδα του φυτού πάπυρος. 2. συλλογή επίσημων εγγράφων που αναφέρονται σε κάποιο διπλωματικό ζήτημα και στοχεύει στη διαφώτιση της κοινής γνώμης: Τα εγκλήματα του β΄ παγκόσμιου πόλεμου εκδόθηκαν σε μαύρη βίβλο. 3. η Αγία Γραφή: Ξέρει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίβλος ή βιβλική ζώνη — (Βιολ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς και στις ρίζες των φυτών, ο οποίος παράγεται από το κάμβιο και αποτελείται από ηθμώδη αγγεία (ηθμοσωλήνες), συνοδευόμενα από βιβλικές ίνες και βιβλικό παρέγχυμα. Γενικά, σχηματίζει φυλλοειδή στρώματα, με … Dictionary of Greek
Βίβλος, Χρυσή — (Libro d’ Oro). Επίσημο βιβλίο πολλών, κυρίως αυτόνομων πόλεων της Ιταλίας· ουσιαστικά, ένας κατάλογος ονομάτων των ευγενών οικογενειών, στον οποίο τα ονόματα και τα επώνυμά τους ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα. Η X.Β. καθόριζε έτσι επίσημα τη… … Dictionary of Greek
Χρυσή Βίβλος — Βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν στη Βενετία τα ονόματα των ευγενών. Η ελληνική ονομασία είναι μετάφραση του ιταλικού Libro d’Oro (Λίμπρο ντ’ Όρο). Στη X.Β. επί ενετοκρατίας είχαν συμπεριληφθεί και πολλά ονόματα Επτανησίων και Κρητικών, στους… … Dictionary of Greek
βίβλε — βίβλος fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοι — βίβλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοιο — βίβλος fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοις — βίβλος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοισι — βίβλος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)