Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(βίβλος

  • 1 Bibulus

    Βίβλος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bibulus

  • 2 biblia

    βίβλος

    Słownik polsko-grecki > biblia

  • 3 Библия

    библия ж η Βίβλος
    * * *
    ж
    η Βίβλος

    Русско-греческий словарь > Библия

  • 4 библия

    библия
    ж ἡ Βίβλος.

    Русско-новогреческий словарь > библия

  • 5 луб

    луб
    м бот. ὁ σομφός, ἡ βίβλος, τό σομφό ξύλο.

    Русско-новогреческий словарь > луб

  • 6 Bible

    1) ((with the) the sacred writings of the Christian Church, consisting of the Old and New Testaments.) Βίβλος
    2) (the Jewish Scriptures (the Old Testament).) Παλαιά Διαθήκη

    English-Greek dictionary > Bible

  • 7 библия

    [μπίμπλιγια] ουσ. θ. Βίβλος

    Русско-греческий новый словарь > библия

  • 8 библия

    [μπίμπλιγια] ουσ θ Βίβλος

    Русско-эллинский словарь > библия

  • 9 Библия

    θ.
    η Βίβλος.

    Большой русско-греческий словарь > Библия

  • 10 Book

    subs.
    P. and V. βίβλος, ἡ, P. σύγγραμμα, τό, συγγραφή, ἡ, Ar. and P. βιβλίον, τό, V. πτυχαί βίβλων, αἱ.
    Division of a work: P. λόγος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Book

  • 11 Scroll

    subs.
    Book: P. and V. βίβλος, ἡ, V. πτυχαί βίβλων, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scroll

  • 12 Volume

    subs.
    P. and V. βίβλος, ἡ; see Book.
    Bulk: P. and V. ὄγκος, ὁ.
    Volumes of smoke: use P. and V. πολὺς καπνός, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Volume

  • 13 Work

    subs.
    P. and V. ἔργον, τό.
    Toil, labour: P. and V. πόνος, ὁ, Ar. and V. μόχθος, ὁ, V. μοχθήματα, τά, ἆθλος, ὁ, κματος, ὁ.
    Thing made: P. and V. ἔργον, τό, V. ὄργανον, τό, πόνος, ὁ.
    Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.
    Duty, function: P. and V. ἔργον, τό; see Duty.
    Handicraft: P. and V. τέχνη, ἡ, Ar. and P. χειρουργία, ἡ, P. χειροτεχνία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ.
    Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ. P. and V. σπουδή, ἡ.
    Needle-work: P. and V. ποίκιλμα, τό; ewbroidery.
    Composition, writing: P. σύγγραμμα, τό.
    Book: P. and V. βίβλος, ἡ.
    Set to work: see under Set.
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.
    Military works, earthwork: P. and V. ἔρυμα, τό; see Defences (Defence).
    Mound: P. χῶμα, τό, χοῦς, ὁ, πρόσχωσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν.
    Knead: P. and V. ὀργάζειν (Soph., frag.).
    Cultivate ( the soil): P. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, P. and V. γεωργεῖν (Eur., Rhes. 176, absol.), V. γαπονεῖν (Eur., Rhes. 75).
    Work a mine: P. ἐργάζεσθαι μέταλλον (Dem. 977).
    Work ( stone or other materials): P. ἐργάζεσθαι.
    Make by work: P. and V. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, ἐκπονεῖν, V. ἐκμοχθεῖν, Ar. and P. περγάζεσθαι.
    Cause, bring about: P. and V. μηχανᾶσθαι, ποιεῖν, P. ἀπεργάζεσθαι, V. τεύχειν; see Contrive.
    Produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν (Plat.), V. φυτεύειν, φιτειν; see Produce.
    Embroider: P. and V. ποικίλλειν, P. καταποικίλλειν.
    He works his auger with double thongs: V. διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ (Eur., Cycl. 461).
    V. intrans. Labour: P. and V. ἐργάζεσθαι, πονεῖν, ἐκπονεῖν, κάμνειν (rare P.), μοχθεῖν (rare P.).
    Be an artisan: P. δημιουργεῖν.
    Avail, do good: P. and V. ὠφελεῖν; see Avail.
    Work at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).
    Work for ( on behalf of): V. περκάμνειν (gen.), προκάμνειν (gen.), περπονεῖσθαι (gen.).
    Work off: P. ἀποτρίβεσθαι.
    Work one's way: see Advance.
    Work out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.), Ar. and P. περγάζεσθαι (acc.).
    Come to the end of: V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν.
    Work round: see come round.
    Work round in the rear of an enemy: P. περιιέναι κατὰ νώτου (Thuc. 4, 36).
    Work up: Ar. and P. περγάζεσθαι (acc.), P. and V. σπουδάζειν (acc.), ἐκπονεῖν (acc.).
    Work upon, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.); see Influence.
    He so worked upon the jury that they would not even hear a word from us: P. οὕτω διέθηκε τοὺς δικαστὰς ὥστε φωνὴν μηδʼ ἡντινοῦν ἐθέλειν ἀκούειν ἡμῶν (Dem. 1103).
    Work with others: P. and V. συμπονεῖν (dat.) (Xen.), V. συμμοχθεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Work

См. также в других словарях:

  • βίβλος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβλος — I Η Αγία Γραφή (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. * * * η (AM βίβλος, Α και βύβλος) Βίβλος, η τα βιβλία της Αγίας Γραφής …   Dictionary of Greek

  • βίβλος — η 1. η φλούδα του φυτού πάπυρος. 2. συλλογή επίσημων εγγράφων που αναφέρονται σε κάποιο διπλωματικό ζήτημα και στοχεύει στη διαφώτιση της κοινής γνώμης: Τα εγκλήματα του β΄ παγκόσμιου πόλεμου εκδόθηκαν σε μαύρη βίβλο. 3. η Αγία Γραφή: Ξέρει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίβλος ή βιβλική ζώνη — (Βιολ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς και στις ρίζες των φυτών, ο οποίος παράγεται από το κάμβιο και αποτελείται από ηθμώδη αγγεία (ηθμοσωλήνες), συνοδευόμενα από βιβλικές ίνες και βιβλικό παρέγχυμα. Γενικά, σχηματίζει φυλλοειδή στρώματα, με …   Dictionary of Greek

  • Βίβλος, Χρυσή — (Libro d’ Oro). Επίσημο βιβλίο πολλών, κυρίως αυτόνομων πόλεων της Ιταλίας· ουσιαστικά, ένας κατάλογος ονομάτων των ευγενών οικογενειών, στον οποίο τα ονόματα και τα επώνυμά τους ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα. Η X.Β. καθόριζε έτσι επίσημα τη… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσή Βίβλος — Βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν στη Βενετία τα ονόματα των ευγενών. Η ελληνική ονομασία είναι μετάφραση του ιταλικού Libro d’Oro (Λίμπρο ντ’ Όρο). Στη X.Β. επί ενετοκρατίας είχαν συμπεριληφθεί και πολλά ονόματα Επτανησίων και Κρητικών, στους… …   Dictionary of Greek

  • βίβλε — βίβλος fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβλοι — βίβλος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβλοιο — βίβλος fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβλοις — βίβλος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβλοισι — βίβλος fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»