-
1 αντικειμενοστρεφείς βάσεις
οι δεδομένωνObjektdatenbank f -
2 εὐ-κῑνητος
εὐ-κῑνητος, sich leicht bewegend, behend, Plat. Tim. 58 e ff.; τὸ ἔχον ὀλιγίστας βάσεις εὐκινητότατον ἀνάγκη πεφυκέναι ib. 56 a; τὸ λουτρὸν τοὺς σκληροὺς εὐκινήτους ποιεῖ Arist. probl. 3, 16; Pol. u. a. Sp. Auch auf den Geist übertr., gewandt, leicht begreifend, Ggstz βραδύς, Arist. H. A. 1, 8; πρὸς ὀργήν, leicht zum Zorn zu reizen, rhet. 2, 2; τὸ τῆς γνώμης εὐκίνητον, Veränderlichkeit, Hdn. 7, 7, 2; – λόγος, leicht zu widerlegen, Arist. Met. 1, 7.
-
3 νῶτος
νῶτος, ὁ, u. νῶτον, τό, 19 der Rücken, sowohl von Menschen als von Thieren; Hom; Hes.; oft im sing. masc., im plur. νῶτα, der auch von einzelnen Thieren, also für den sing. gesetzt wird, δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, Il. 2, 308; 8, 94; Od. 14, 437, νώτοισιν δ' Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρε, mit dem Rückenstücke des Schweines; ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, vom Adler, Pind. P. 1, 9; πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας, 4, 183, öfter; οὐράνιόν τε πόλον νώτοις ὑποστενάζει, Aesch. Prom. 428; ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί, Soph. El. 708; ὦ πολλὰ δὴ καὶ χειρὶ καὶ νώτοισι μοχϑήσας ἐγώ, Tr. 1036; ἀμφὶ νῶτα, im Rücken, Ant. 124; oft bei Eur. u. in Prosa; Attisch herrscht auch im sing. das neutr. vor, die Unterscheidung einiger alter Grammatiker aber, daß ὁ νῶτος der Rücken der Thiere. τὸ νῶτον der Menschen sei, findet sich nicht bestätigt, vgl. Piers. zu Moeris p. 435 u. Lob. zu Phryn. 290; τὰ νῶτα δεῖξαι, den Rücken zeigen, fliehen, ἐντρέπειν τὰ νῶτα, Her. 7, 211; νῶτον ἐπιστρέψας, 7, 141; κατὰ νώτου, im Rücken, von hinten, 1, 10. 75; ἐπιγινόμενοι αὐτοῖς κατὰ νώτου, Thuc. 3, 108; Folgende, wie Pol. 1, 28, gu. öfter; κατὰ νώτου ἐπιφαίνεσϑαι τοῖς πολεμίοις, 31, 26, 10; νῶτον καὶ πλεύρας κύκλῳ ἔχον, Plat. Conv. 189 e, öfter; vom Pferde sagt Xen. Hipp. 3, 3 πῶς ἐπὶ τὸν νῶτον δέχεται τὸν ἀναβάτην. – 2) übertr. jede breite Fläche, bes. der rücken, die Fläche des Meeres, εὐρέα νῶτα ϑαλάσσης, Hom. oft u. Hes.; σχίζε νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων, 4, 26; νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, O. 7, 57; πόντου νῶτα, Eur. I. T. 1445; ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός, Hel. 128; τὰ ἕσπερα νῶτα, El. 731; Ar αἰϑέρος ἀστεροειδέα νῶτα, Th. 1067, aus Eur.; so Plat. ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ νώτῳ, auf dem Himmel, der gekrümmten Oberfläche des Himmels, Phaedr. 247 c, vgl. Rep. X, 616 e; so noch bei sp. D., Anth.
-
4 ὑπο-τίθημι
ὑπο-τίθημι (s. τίϑημι), 1) untersetzen, -stellen, -legen, τί τινι, Xen. Hell. 4, 1,13; βάσεις Plat. Tim. 92 a; auch ὑποχειρίους τοῖς ἐχϑροῖς ὑπέϑεσαν τὰς αὑτῶν πατρίδας Polit. 308 a; dah. zu Grunde legen, zur Grundlage machen, Xen. Cyr. 7, 5,12; als Grundsatz annehmen, feststellen, Plat. Charm. 160 d u. öfter. Auch Etwas zur Behandlung vornehmen, vorsetzen, ὑποτεϑεὶς σκοπός Arist. Nicom. eth. 6, 12, 9; ἔμοιγε οὐ φαινόμεϑα ἐκτὸς πορεύεσϑαι τῶν ὑποτεϑέντων λόγων Plat. Legg. VII, 812 a; – versetzen, verpfänden; οὐσίαν Isocr. 21, 2; ὑποϑεὶς οἰκίαν Dem. 28, 17; ὑπέϑεσαν αὑτῷ τοῦ ταλάντου τὰς δημοσίας προςόδους Aesch. 3, 104; – τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποϑείς, auf eigene Gefahr, Dem. 19, 252. – 2) hinstellen; ἐλπίδα ὑποϑεῖναι, Hoffnung machen, erregen, Eur. Or. 1184; ἡ εὐπραγία αὐτοῖς ὑποτιϑεῖσα ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Thuc. 4, 65; vgl. Xen. Hell. 4, 8,28; Dem. 23, 58. – Häufiger im med.: – a) Einem Etwas unterlegen, wie wir sagen unter die Hand oder unter den Fuß geben, eingeben, anrathen, ὑποϑέσϑαι τινὶ βουλήν, Il. 8, 36. 467; ἔπος, ἔργον ὑποϑέσϑαι τινί, Einem eine Rede od. Handlung angeben, ihn dazu rathen, Od. 4, 163 Il. 11, 788; δόλον ὑπεϑήκατο, sie gab eine List an, Hes. Th. 175; oft bei Her., 1, 156. 5, 92. 6, 98. 7, 237 u. sonst; auch gradezu Einem anbefehlen, 4, 135. – Ohne accus., ὑπο ϑέσϑαι τινί, Einem rathen, Od. 2, 194. 5, 143; πυκινῶς ὑποϑέσϑαι τινί, Einem klüglich rathen, Od. 1, 179 Il. 21, 293; ἀλλά μοι εὖ ὑπόϑευ Od. 15, 310; Ar. Av. 1362 Eccl. 1154; vgl. Her. 1, 90; Plat. Charm. 155 d; – überh. ermahnen, belehren, Pol. 1, 22, 3, u. öfter bei Sp. – b) sich Etwas zum Gegenstande der Behandlung machen, vorsetzen, ὑπέϑετο δεινότατον πρᾶγμα Andoc. 1, 38; ἐντεῦϑεν ὑποτιϑέμενος ἠρξάμην Isocr. 3, 14; ὥςπερ ὑπεϑέμην ἀρχόμενος τοῠ λόγου Aesch. 1, 37; oft bei Plat., z. B. ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑποτιϑέμεϑα Charm. 171 d; auch = annehmen; und ὑποτίϑεσϑαί τινι ἐνύπνιον, Einem einen Traum vorlegen, um ihn sich deuten zu lassen, Her. 1, 107. 108, wo setzt ὑπερτίϑεσϑαι gelesen wird; ὑποϑησόμεϑα ταύτην ἀρχὴν τῆς βίβλου, τὴν πρώτην διάβασιν, wir werden damit den Anfang machen, Pol. 1, 5,1, vgl. 3, 1,1. – c) vom Gläubiger, als Pfand annehmen, daher auf Pfand leihen, Dem. 50, 55; s. Lob. Phryn. 468.
-
5 ἑδραῖος
ἑδραῖος, auch 2 End., sitzend; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Xen. Lac. 1, 3; ἑδραῖοι τεχνἷται Poll. 1, 50; vgl. ἑδραῖος βίος, eine sitzende Lebensweise, Crinag. 30 (XI, 42); ἑδραῖοι ἐν πόλει ἀρχαί, Aemter, bei denen man ruhig in der Stadt bleibt, Plat. Rep. III, 407 b; bes. = feststehend, fest, unbeweglich; κάϑησ' ἑδρᾳία Eur. Andr. 266; ἑδραιότατον καὶ σταδαῖον σῶμα Tim. Locr. 98 e; βάσεις Plat. Tim. 59 d; Sp.; – ἑδραίως, ἐπ' ὀχυροῠ βήματος ἑστῶτες, fest, Hdn. 3, 14, 10.
См. также в других словарях:
βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… … Dictionary of Greek
βάσεις — βάσις stepping fem nom/voc pl (attic epic) βάσις stepping fem nom/acc pl (attic) βάζω speak aor subj act 2nd sg (epic) βάζω speak fut ind act 2nd sg βά̱σεις , βαίνω walk aor subj act 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek