-
1 σπονδ-αύλης
σπονδ-αύλης, ὁ, der Flötenbläser bei der σπονδή, Inscr.
-
2 τριηρ-αύλης
τριηρ-αύλης, ὁ, der Flötenspieler, der den Ruderknechten auf den dreiruderigen Schiffen den Takt zum Rudern mit der Flöte angiebt; Dem. 18, 129, Poll.
-
3 τυμβ-αύλης
τυμβ-αύλης, ὁ, der beim Begräbnisse die Flöte spielt, Sp., vgl. Perizon. ad Ael. V. H. 12, 43.
-
4 χορ-αύλης
-
5 κερατ-αύλης
κερατ-αύλης, ὁ, Hornbläser, Hornist, Sp.
-
6 κερ-αύλης
κερ-αύλης, ὁ, = κεραταύλης; Luc. Tragodop. 33; Archil. Poll. 4, 71.
-
7 καλαμ-αύλης
καλαμ-αύλης, ὁ, Rohrflötenbläser, Ath. IV, 176 d.
-
8 Πῡθ-αύλης
Πῡθ-αύλης, ὁ, = ὁ τὰ Πύϑια αὐλῶν, der auf der Flöte den Kampf des Pythischen Apollo mit dem Drachen Patho spielt, Πυϑικὸν αὔλημα u. π υϑικὸς νόμος, Poll. 4, 79. 81.
-
9 ἀσκ-αύλης
ἀσκ-αύλης, ὁ, Sackpfeifer, Dio Chrys. or. 71.
-
10 ἀγρ-αυλὴς κοίτη
ἀγρ-αυλὴς κοίτη, das Lager auf dem Felde, Nic. Th. 78.
-
11 ὑδρ-αύλης
-
12 ἱερ-αύλης
-
13 ῥαπτ-αύλης
ῥαπτ-αύλης, ὁ, s. ῥαπαταύλης.
-
14 ῥαπατ-αύλης
ῥαπατ-αύλης, ὁ, = Folgdm, so vermuthet man Ath. IV, 176 d, wo ῥαπαύλας steht, τοὺς τῇ καλάμῃ αὐλοῠντας, od. auch ῥαπταύλης.
-
15 ῥαπ-αύλης
ῥαπ-αύλης, ὁ, s. ῥαπαταύλης.
-
16 ῥιπ-αύλης
ῥιπ-αύλης, ὁ, Conj. für ῥαπαταύλης.
-
17 χόρτος
χόρτος, ὁ, 1) ein ringsum eingeschlossener, bes. mit Bäumen umpflanzter Platz, Gehege, Hof, innerer Hofraum; αὐλῆς ἐν χόρτῳ Il. 11, 774; bes. der Viehhof, wo sich zugleich die Miststätte befand, αὐλῆς ἐν χόρτοισιν 24, 640; auch der Weideplatz im Freien, die Trift, auch im plur., Sp. – Dah. χόρτοι λέοντος, der mit Wald umgebene Wohnort, der Weideplatz des nemeischen Löwen, Pind. Ol. 13, 43; χόρτοι εὔδενδροι Eur. I. T. 134, vgl. Cycl. 504; Sp., καὶ ὕλη Plut. Rom. 8. – Uebertr., χόρτος οὐρανοῦ, der Himmelsraum, poet. bei Hesych. – 2) das Futter, bes. für das Vieh; ϑηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις Eur. Alc. 498; für Pferde, Rhes. 771; sowohl grünes als trockenes Gras, Heu, Hes. O. 608, später und in Prosa die gewöhnliche Bdtg des Wortes; χόρτος κοῦφος, Heu, Xen. An. 1, 5,10. – Im Allgemeinen, Nahrung, Lebensmittel, Fourage, Her. 5, 16. 9, 41; auch für Menschen, δούλιος χόρτος Hippon. frg. 20 bei Ath. VI, 304 b.
-
18 σχηματισμός
σχηματισμός, ὁ, Gestalt, Haltung, Gebehrde; σώματος, Plat. Rep. IV, 425 b; προςώπου, D. Hal. de vi Dem. 54; das Annehmen einer Gestalt, Haltung, Prunken, καὶ φρόνημα κενόν, Plat. Rep. IV, 494 d; αὐλῆς, Plat. Dio 13; dah. auch Verstellung, Plut. Num. 8, oft, u. a. Sp.
-
19 τειχίον
τειχίον, τό, der Form nach dim. von τεῖχος, Mauer, des Hofes, eines Hauses, Wand, nicht von der Stadtmauer, nach den VLL. ἐπὶ οἰκίας; μέγα τειχίον αὐλῆς, Od. 16, 165. 343, was 341 ἕρκεα heißt, u. so, für Umhägung, Thuc. 6, 66. 7, 81, Gemäuer des Hauses, Ar. Eccl. 497 Vesp. 1109, Arist. H. A. 5, 17; vgl. noch Plat. Rep. VII, 514, d, τειχίον ὥςπερ τοῖς ϑαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνϑρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα. – Eigentliches dim. scheint es bei Pallad. 139 (IX, 328) zu sein. – Die Betonung τείχιον ist falsch.
-
20 τοῖχος
τοῖχος, ὁ, 1) die Wand, Mauer des Hauses, Hofes; ὡς δ' ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίϑοισι δώματος, Il. 16, 212; μεγάροιο, 18, 324; αὐλῆς, Hes. O. 734; aber öfter ohne Zusatz, ἅπαντ' ἐρευνῶν τοῖχον, Eur. Hec. 1174; Hel. 1589 u. öfter; τοίχους διορύττειν, Ar. Plut. 565; u. in Prosa : οἰκίας, Plat. Rep. IX, 574 c; γράψαντα ἐν τοίχοις, Legg. IX, 859 a; Folgde. – 2) die Wand des Schiffes, der Bord; Od. 12, 420; Thuc. 7, 36; Bian. 11 (IX, 295); Pol. 8, 6, 2. – Vgl. τεῖχος.
См. также в других словарях:
αὐλῆς — αὐλέω play on the flute pres ind act 2nd sg (doric) αὐλή open court fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλῇς — αὐλέω play on the flute pres subj act 2nd sg αὐλή open court fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλης — αὐλέω play on the flute imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) αὐλέω play on the flute imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek