Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(από)+πατρώα+(μητρώα)

  • 1 линия

    θ.
    1. γραμμή, ρίγα•

    линия прямая ευθεία γραμμή•

    линия кривая καμπύλη γραμμή.

    || φανταστική γραμμή•

    линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•

    линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.

    2. περίγραμμα.
    3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.
    4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•

    гор οροσειρά•

    линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).

    5. σιδηροδρομική γραμμή.
    6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•

    родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•

    родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•

    прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•

    нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•

    боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.

    7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•

    правильная линия σωστή γραμμή•

    неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•

    правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.

    8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.
    9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).
    εκφρ.
    поточная линияβλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•
    на -и – κοντά, πλησίον•
    по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•
    он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•
    поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•
    вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•
    гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•
    по -и – προς την κατεύθυνση.

    Большой русско-греческий словарь > линия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»