Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Τροίαν

См. также в других словарях:

  • Τροίαν — Τροΐᾱν , Τροία Troy fem acc sg (attic doric aeolic) Τροίᾱν , Τροία Troy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARGESTES — Graece Α᾿ργεςτὴς, venti Noti seu Austri species. Eustath. in Odys. φ. tradit, quod ἀργέςτης barytone ut plurimum sit venti nomen, oxytone autem νότου ἐπίθετον, ut Homer. Il. λευκὸν. v. 306. Α᾿ργέςταο νότοιο, hoc est, λευκοῦ, ab αργὸν quod est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OENOTRI — populi Italiae tractum illium inter Paestum, ac Tarentum incolentes, quorum regio Oenotria, partem Lucaniae, Brutiorum, et Magnae Graeciae complectens. Virg. Aen. l. 1. v. 531. Est locus, Hesperiam Graii cognomine dicunt; Terra antiqua, petens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρομία — η (ΑΜ ἱπποδρομία) [ιππόδρομος] ιπποδρομικός αγώνας, αγώνας ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, αρματοδρομία («Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία», Ξεν.) αρχ. ονομασία παιχνιδιού («ἱπποδρομία παιδική, ἥν καλοῡσι Τροίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… …   Dictionary of Greek

  • σκύλο — το / σκῡλον, ΝΑ καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.) αρχ. 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό,… …   Dictionary of Greek

  • τροίανδε — και ιων. τ. τροίηνδε και δωρ. τ. τρῴανδε Α (τοπ. επίρρ.) στην Τροία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Τροίαν τού Τροία + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Ἰθάκην δε)] …   Dictionary of Greek

  • όργανος — ὄργανος, άνη, ον, θηλ. και ὀργάνα (Α) [όργανον] αυτός που κατασκευάζει κάτι («τίνος εἵνεκ ἄτιμον ὀργάναν χέρα τεκτοσύνας Ἐνυαλίῳ... προσθέντες τάλαιναν... μεθεῑτε Τροίαν;», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»