-
1 Κρητη
-
2 Κρήτη
{собств., 15}Крит (плотской, полагающийся на чувства).Один из крупнейших островов Средиземного моря, расположенный между Сицилией и Кипром и называемый также Кандия (Деян. 27:7, 12, 13, 21; Тит. 1:5). В древности был населен потомками Хама, отличными моряками и воинами, но стоящими всегда очень невысоко в нравственном отношении. Их характеристика, приведенная ап. Павлом в Тит. 1:12, принадлежит Эпимениду из Кносса (около 600 г. до Р.Х.). В 66 г. до Р.Х. Крит стал римской провинцией.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Κρήτη
-
3 Κρήτη
{собств., 15}Крит (плотской, полагающийся на чувства).Один из крупнейших островов Средиземного моря, расположенный между Сицилией и Кипром и называемый также Кандия (Деян. 27:7, 12, 13, 21; Тит. 1:5). В древности был населен потомками Хама, отличными моряками и воинами, но стоящими всегда очень невысоко в нравственном отношении. Их характеристика, приведенная ап. Павлом в Тит. 1:12, принадлежит Эпимениду из Кносса (около 600 г. до Р.Х.). В 66 г. до Р.Х. Крит стал римской провинцией.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Κρήτη
-
4 Κρήτη
η 1. о-в Крит;2. Крит (область Греции) -
5 Κρήτη
Крит (остров в Средиземном море).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κρήτη
-
6 Κρήτῃ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κρήτῃ
-
7 Κρήτη
-
8 Κρήτη
[Крити] ουσ θ Крит. -
9 Κρητα
-
10 Κρηται
-
11 ατιταλλω
1) выращивать, воспитывать(παῖδα Hom.; Ζῆνα ἐν Κρήτῃ Hes.; γόνον Pind.; βρέφος νεογιλλόν Theocr.)
2) лелеять, холить или украшать(πάντεσσι καλοῖς Ἄδωνιν Theocr.)
-
12 εκατομπολις
-
13 επιδημεω
1) жить у себя, пребывать в своей стране(οὐκ ἔτυχεν ἐπιδημῶν Thuc.; ἐν τῇ πόλει κεῖσθαι καὴ ἐ. Plat.)
εἰτ΄ ἐπιδημῶν τυγχάνοι εἴτε καὴ ἀποδημῶν Xen. — был ли он в городе, или находился в отъезде2) присутствовать(τοῖς μυστηρίοις Dem.)
3) (aor. и pf.) возвратиться домой(δεῦρ΄ ἐκ Κλαζομενῶν Plat.; ἐκ τῆς ἀποδημίας Xen.)
4) прибывать, приезжать, поселяться(ἐν Λακεδαίμονι Xen.; ἐν Κρήτῃ Arst.; πρός τινα Diog.L.; εἰς Ῥώμην Plut.)
ἐ. τὰ Ἴσθμια Luc. — посещать Истмийские игры;Πρωταγόρας ἐπιδεδήμηκε ; Plat. — разве Протагор прибыл? -
14 επιουρος
-
15 εποργιαζω
справлять праздник, праздноватьΚρήτη, ὅπου πόλεσσιν Ἔρως ἐποργιάζει Anacr. — Крит, в городах которого справляет свое торжество Эрот
-
16 ερημοω
1) опустошать, разорять(ἱερά Thuc.; ἥ Κρήτη ἐρημωθεῖσα Her.)
πόλεις ληφθεῖσαι ἠρημώθησαν Thuc. — взятые города были разорены2) лишатьἐ. ναυβατῶν ἐρετμά Eur. — лишить весла гребцов, т.е. перебить гребцов;τὰ ἐρημούμενα φυλακῆς Xen. — оставленное без охраны3) оставлять, покидать(Συρακούσας Thuc.; τάξιν Aesch.)
ἐρημωθεὴς συμμάχων Her. — оставшийся без союзников;ἐρημῶσαι πάντας τοὺς οἰκείους τόπους Plat. — удалиться (быть изгнанным) из всех родных мест;οἱ ὄνοι ἐρημωθέντες τοῦ ὁμίλου Her. — ослы, оставшиеся одни после ухода войск4) освобождать, избавлять(ἄλοος λέοντος Eur.; Ἀσίαν Περσικῶν ὅπλων Plut.)
-
17 Κρητηθεν
-
18 ναιεταω
1) жить, проживать, обитать(Κρήτῃ, ἐν Ἤλιδι, ἐπὴ χθονί, Ἰθάκην Hom.; ἀμφ΄ Ἀχέροντι Pind.)
2) населять(Λυκίην Hom.)
3) быть населенным, быть обитаемым(Ἰθάκης ἔτι ναιεταώσης Hom.)
4) ( о местностях) быть расположенным, находиться -
19 πελαζω
(fut. πελάσω - атт. πελῶ, aor. ἐπέλᾰσα - эп. ἐπέλασσα и πέλασσα; pass.: aor. 1 ἐπελάσθην, эп. aor. 2 ἐπελάσθην и ἐπλάθην с ᾱ, pf. πέπλημαι - дор. πέπλᾱμαι; aor. 1 med. ἐπελασάμην, эп. aor. 2 ἐπλήμην и πλήμην)1) приближаться, подходить(νήεσσι Hom. и νεῶν Soph.; πολεμίοισι Her.; πρὸς τοῖχον Hes.; ἐς τούσδε τόπους Soph.; δῶμα Eur.; ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὴ πελάζει погов. Plat.)
πελάσας ἐς τὸν ἀριθμὸν τούτων τῶν ἡμερέων Her. — по истечении (досл. подойдя к числу) этих дней;π. ὅμματος и ἐς ὄψιν (sc. τινός) Eur. — подходить к кому-л.2) эп. тж. med. приближать, приводить, подводить(τινὰ Ἰθάκῃ, νέας Κρήτῃ Hom.)
θαλάσσῃ στῆθος π. Hom. — лечь грудью на море, т.е. поплыть;νευρέν μαζῷ π. Hom. — оттянуть тетиву к груди;π. τινὰ χθονί Hom. — повалить кого-л. на землю;ἐξοπίσω πλῆτο χθονί Hom. — (раненый Гектор) навзничь упал на землю;π. τινὰ δεσμοῖς Aesch. — бросить кого-л. в темницу (досл. в оковы);π. τινὰ ὀδύνῃσι Hom. — повергать кого-л. в скорбь;ἔπος ἀδάμαντι π. Her. — уподоблять слово алмазу, т.е. делать его непреложным;ἀσπίδες ἔπληντ΄ ἀλλήλῃσι Hom. — щиты столкнулись друг с другом;πελασθῆναι ἐπί τινα и τινος Soph. — приблизиться к кому-л. -
20 περιρρυτος
2 и 31) отовсюду обтекаемый, окруженный морем(Κρήτη Hom.; χθών Soph.)
2) обтекающий, омывающий со всех сторон
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κρήτη — from Crete fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — from Crete fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρήτῃ — Κρήτη from Crete fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτῃ — κρήτη from Crete fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Κρήτη — Sp Kretà Ap Κρήτη/Krētē, Kriti L s. tarp Viduržemio ir Egėjo j., Graikijos ist. ir adm. sritis … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου … Dictionary of Greek
Αδραμυττηνός, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1445; – Παβία, Ιταλία 1485;).Κρητικός λόγιος. Το όνομά του συνδέεται με την ανάπτυξη των ελληνικών σπουδών στη Βενετία. Άσκησε σημαντική επιρροή σε διάσημους Ιταλούς ουμανιστές και είχε σχέσεις με τους πρώτους Κρητικούς τυπογράφους της… … Dictionary of Greek
Βλάχος, Γεράσιμος — (Κρήτη 1607 – 1685). Λόγιος από την Κρήτη, μητροπολίτης Φιλαδελφείας, φιλόσοφος και θεολόγος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κρήτη πήγε στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές. Το 1652 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου διετέλεσε εφημέριος και… … Dictionary of Greek
Αντωνιάδης, Σπυρίδων — (Κρήτη 1808 – Αθήνα 1873). Συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια της Κρήτης και ήταν αδελφός του πολιτικού και δημοσιογράφου Εμμανουήλ Αντωνιάδη (βλ. λ.). Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην Κρήτη και μετά φοίτησε στη σχολή της … Dictionary of Greek
Δανέζης, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1770 – Αίγινα 1830). Αγωνιστής του 1821. Πριν αρχίσει η Επανάσταση ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη και είχε γίνει πολύ πλούσιος. Είχε δική του τράπεζα και συναλλασσόταν με το τουρκικό ναυαρχείο. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία αλλά… … Dictionary of Greek