-
1 Ion
Ἴων, -ωνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ion
-
2 иониец
иониецм ὁ "Ιων -
3 организм
организмм ὁ ὁργανισμός:растительный \организм ὁ φυτικός ὁργανισμός· животный \организм ὁ ὁργανισμός ΐῶν ζώων. -
4 пейзажный
пейзаж||ныйприл τοπ(ε)ιογραφικός:\пейзажныйная живопись ἡ τοπ(ε)ιογραφία, ἡ ζβ-γραφική τοπ(ε)ίων. -
5 сочельник
сочельникм ἡ παραμονή τῶν Χριστουγέννων (рождественский) / ἡ παραμονή τῶν Θεοφαν(ε)ίων (крещенский). -
6 гвоздильный
επ.του καρφιού, -ιών•-ое производство η παραγωγή καρφιών.
-
7 заколачивание
-я ουδ.κάρφωμα, χτύπημα, μπήξιμο•заколачивание гвоздей χτύπημα των καρφιών•
окон κάρφωμα ίων παραθυριών.
-
8 корзинный
επ.καλάθινος• του καλαθιού, του κοφινιού•-ое производство παραγωγή κοφιν ιών.
-
9 подбой
-я α.1. κάρφωμα, χτύπημα, βάλσι-μο, πέρασμα•подбой подмток το πέρασμα σολών.
2. υπορραφή, φοδράρισμα, υπένδυση.3. χτύπημα από κάτω• ρίξιμο από τα κάτω.4. υλικό σο-λών, ντακουν ιών.5. υπένδυση, φόδρα. || η εσωτερική ή η κάτω πλευρά. || επένδυση εσωτερικού ή κατώτερου μέρους (με σαν ίδες κλπ.).6. εγχάραγμα. -
10 республиканский
επ.ρεσπουμπλικάνικος, δημοκρατικός• της δημοκρατίας•-ая партия ρεπουμπλικανικό κόμμα•
-ие министерства τα υπουργεία των Δημοκρατιών•
-ие учреждения τα ιδρύματα της Δημοκρατίας, -ιών.
-
11 садостроительство
-а ουδ.δημιουργία μεγάλων κήπε ίων. -
12 симфонист
-а α.(μουσ.) συνθέτης συμφω-ν ιών. -
13 синонимичность
-и θ.1. βλ. синонимия.2. ύπαρξη συνωνυμίας, -ιών. -
14 сосисочный
επΛ των σάλα μ ακ ιών, από σαλαμάκια. -
15 стопудовый
επ.εκατό πουτ ιών,βλ. пуд.μτφ. μεγάλος, βαρύς, σημαντικός. -
16 такт
такт 1-а α.(μουσ.) ρυθμός, χρόνος•играть в такт παίζω με χρόνο.
|| το μέτρο (οι κάθετες γραμμές).εκφρ.в такт – ρυθμικά: выбивать такт χτυπώ ρυθμικά (τα πόδια)•отбивать - – δείχνω το ρυθμό με χτύπους ή κίνηση των χε-ρ ιών.такт 2-а α.το τακτ, ο καλός (λεπτός)τρόπος συμπεριφοράς•педагогический такт το παιδαγωγικό τακτ.
-
17 третий
-ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).1. τρίτος•третий год τρίτος χρόνος•
третий урок τρίτο μάθημα.
2. άσχετος με ένα ζήτημα•решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.
|| κατώτερος•чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.
ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.3. (παρνθ. λ.) τρίτον.4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•две -ьих τα δύο τρίτα.
εκφρ.- ье отделение – παλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•- ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•- ья скорость – τρίτη ταχύτητα•- ьего дня – προχτές•- ьей руки – μέτριος•в -ьем году – προπέρυσι•в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•из -ьих рук ή уст (узнать, услышать – κ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή), -
18 тройной
επ.1. τριπλός, τρίδιπλος•-ая линия окопов τριπλή γραμμή (σειρά) χαρακωμάτων•
тройной канат τριπλό παλαμάρι•
тройной удар τριπλό χτύπημα•
тройной прыжок τριπλό πήδημα (άλμα)•
-ая связь τριπλή σύνδεση.
2. τριπλάσιος•в -ом размере στο τριπλάσιο (μέγεθος, διαστάσεις)•
продавать товар за -ую сумму πουλώ το εμπόρευμα στο τριπλάσιο (σε τριπλάσια τιμή).
εκφρ.- ое правило – (μαθ.) η μέθοδος των τρ ιών. -
19 флёрдоранжевый
επ.του λουλουδιού, -δ ιών εσπεριδοειδών•флёрдоранжевый букет ανθοδέσμη εσπεριδοειδών.
-
20 Weight
subs.P. and V. σταθμός, ὁ (Eur., Bacch. 811).Giving a vast weight of gold: V. μυρίον γε δοὺς χρυσοῦ σταθμόν (Eur., Bacch. 811).Weights and measures: V. μέτρα... καὶ μέρη σταθμῶν (Eur., Phoen. 541; cp. Ar. Av. 1040-1041).Heaviness: P. βαρύτης, ἡ, V. βάρος, τό.Bulk: P. and V. ὄγκος, ὁ.Importance: P. and V. ῥοπή, ἡ.The same words coming from obscure speakers have not the same weight as when they come from men of note: V. λόγος γὰρ ἔκ τʼ ἀδοξούντων ἰὼν κἀκ τῶν δοκούντων αὑτὸς οὐ ταὐτὸν σθένει (Eur., Hec. 294).Gifted with more weight of prowess than of sense: V. μείζονʼ ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν (Eur., Tro. 1158).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weight
- 1
- 2
См. также в других словарях:
.ιῶν — ἱῶν , ἱέω Ja c io pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
Ἴων' — Ἴωνα , Ἴων the Ionians masc acc sg Ἴωνι , Ἴων the Ionians masc dat sg Ἴωνε , Ἴων the Ionians masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
Ἴων — Ἴος fem gen pl Ἴων the Ionians masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰῶν — Ἴης masc gen pl Ἰώ the moon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰῶν — ἰά voice fem gen pl (ionic) ἰάζω fut part act masc voc sg ἰάζω fut part act neut nom/voc/acc sg ἰάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἰός 1 arrow masc gen pl ἰός 1 arrow neut gen pl ἰ̱ῶν , ἰός 2 poison masc gen pl ἰόω become pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰών — εἶμι ibo pres part act masc nom sg εἰμί sum pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱῶν — ἱέω Ja c io pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴων — ἴα one neut gen pl ἴον violet neut gen pl ἴ̱ων , ἰόω become imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἴ̱ων , ἰόω become imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἰόω become imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἰόω become imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίων o Χίος — (περ. 480 – 421 π.Χ.).Τραγικός ποιητής, ιστορικός και φιλόσοφος. Από το εκτεταμένο έργο του σώθηκαν μερικά μόνο αποσπάσματα. Οι Αλεξανδρινοί τον κατατάσσουν τέταρτο στον κανόνα μετά τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek