-
1 недозрелый
недозрелыйприл ἀγουρος, ἀωρος, ἀγίνωτος. -
2 незрелый
незрел||ыйприл1. (неспелый) ἄγουρος, ἀωρος, ἀγίνωτος, ἀνωρίμαστος·2. перен ἀνωρίμαστος, ἄγουρος:\незрелыйый ум ἀνώριμο μυαλό· \незрелыйое решение βιαστική ἀπόφαση. -
3 неспелый
неспелыйприл ἀγουρος, ἀωρος. -
4 скороспелый
скороспел||ыйприл1. πρώιμος:\скороспелый картофель ἡ πρώιμη πατάτα·2. перен ἄγουρος, ἀνώριμος, πρόωρος, ἄωρος:\скороспелыйое решение ἡ ἀνώριμη ἀπόφαση. -
5 недозрелый
[νινταζριέλυϊ] εκ. άωρος -
6 незрелый
[νιζριέλυϊ] εκ. άωρος, άγουρος -
7 неспелый
[νισιπέλυΤ] εκ. άωρος -
8 недозрелый
[νινταζριέλυϊ] επ άωρος -
9 незрелый
[νιζριέλυϊ] επ άωρος, άγουρος -
10 неспелый
[νισιπέλυΤ] επ άωρος -
11 зелёный
επ., βρ: зелен, -а, -о.1. πράσινος•зелёный цвет πράσινο χρώμα•
-ая ткань πράσινο ύφασμα.
2. χλωρός•зелёный корм χλωρή τροφή ζώων, χλωρό χορτάρι•
-ые фасоли χλωρά φασόλια•
-ые щи λαχανόσουπα από σπανάκια, ξυνήθρες ή τσουκνίδες•
зелёный борщ λαχανόσουπα με φρέσκο κραμβολάχανο.
3. άγουρος, άωρος, ανωρίμαστός, αγίνωτος, αγούρμαοτος.4. μτφ. νέος, άπειρος•зелёный юнец άπειρο παλικάρι,
εκφρ.- ые насаждения – δεντροφυτείες•-ая тоска (ή скука) – πίκρα, θλίψη, οδύνη, φαρμάκι•зелёный стол – πράσινο τραπέζι (με πράσινη τσόχα για παιγνίδι)•- ая улица – α) ανοιχτός (ελεύθερος) δρόμος για μεταφορικά μέσα. β) μτφ. ανοιχτός δρόμος (χωρίς εμπόδια), γ) (προεπανσ.) είδος τιμωρίας (ο τιμωρούμενος περνούσε ανάμεσα από δυο σεψές στρατιωτών, που κρατούσαν χλωρές βέργες και χτυπούσαν τον τιμωρούμενο)•зелёный чай – πράσινο τσάι. -
12 недозрелый
επ.ανώριμος, -ίμαστός, άωρος, άγουρος, αγίνωτος. -
13 недоспелый
επ.ανώριμος, άωρος, άγουρος, ανωρίμαστός, αγίνωτος. -
14 неспелый
επ.ανωρίμαστός, άγουρος, άωρος, αγίνωτος. -
15 плод
-а α.1. καρπός• φρούτο•питаться -эми и овощами τρέφομαι με καρπούς και λάχανα•
спелый плод ώριμος καρπός•
неспелый плод άωρος (άγουρος) καρπός•
приносить -ы (κυρλξ. κ. μτφ.) καρποφορώ, δίνω, φέρω καρπούς.
2. έμβρυο, κύημα.3. μτφ. γέννημα, αποκύημα, αποτέλεσμα, προϊόν, δημιούργημα, πλάσμα•-ы его трудов καρποί της εργασίας του.
См. также в других словарях:
ἄωρος — 1 untimely masc/fem nom sg ἄωρος 2 fore masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… … Dictionary of Greek
άωρος — η, ο αγίνωτος, άγουρος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀωρότερον — ἄωρος 1 untimely adverbial comp ἄωρος 1 untimely masc acc comp sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc comp sg ἄωρος 2 fore adverbial comp ἄωρος 2 fore masc acc comp sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωροτάτων — ἄωρος 1 untimely fem gen superl pl ἄωρος 1 untimely masc/neut gen superl pl ἄωρος 2 fore fem gen superl pl ἄωρος 2 fore masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωρότατον — ἄωρος 1 untimely masc acc superl sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc superl sg ἄωρος 2 fore masc acc superl sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀώρως — ἄωρος 1 untimely adverbial ἄωρος 1 untimely masc/fem acc pl (doric) ἄωρος 2 fore adverbial ἄωρος 2 fore masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄωρον — ἄωρος 1 untimely masc/fem acc sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc sg ἄωρος 2 fore masc/fem acc sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωροτάτοιο — ἄωρος 1 untimely masc/neut gen superl sg (epic) ἄωρος 2 fore masc/neut gen superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωροτέροις — ἄωρος 1 untimely masc/neut dat comp pl ἄωρος 2 fore masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωρίων — ἄωρος 1 untimely fem gen pl ἄωρος 1 untimely masc/neut gen pl ἀώριος fem gen pl ἀώριος masc/neut gen pl ἀωρέω to be careless pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)