-
1 сличать
(αντι)παραβάλλω, συγκρίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сличать
-
2 сопоставлять
сопостав||ля́тьнесов (ἀντι-) παραβάλλω/ συγκρίνω (сравнивать). -
3 сличить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сличенный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ. συγκρίνω, (αντι)παραβάλλω.
См. также в других словарях:
συμβιβάζω — ΝΜΑ συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.) νεοελλ. μέσ. συμβιβάζομαι 1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους,… … Dictionary of Greek