-
1 useful
χρήσιμος -
2 yararlı
χρήσιμος, ωφέλιμος επωφελής -
3 полезный
полезн||ыйприл ὠφέλιμος, χρήσιμος, ἐπωφελής:быть \полезныйым εἶμαι χρήσιμος-э́то тебе \полезныйο αὐτό θά σέ ὠφελήσει· \полезный человек χρήσιμος ἀνθρωπος· ◊ коэффициент \полезныйого действия тех. ὁ συντελεστής ἀπόδοσης. -
4 годный
годный χρήσιμος κατάλλη λος (подходящий) έγκυρος, ισχυρός (о билете, докумен те) \годный для питья πόσιμος* * *χρήσιμος; κατάλληλος ( подходящий); έγκυρος, ισχυρός (о билете, документе)го́дный для питья́ — πόσιμος
-
5 полезный
полезный χρήσιμος, ωφέλιμος· \полезный для здоровья ωφέλιμος για την υγεία,* * *χρήσιμος, ωφέλιμοςполе́зный для здоро́вья — ωφέλιμος για την υγεία
-
6 полезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноωφέλιμος, χρήσιμος• επωφελής• καλός•это -о для здоровья αυτό είναι καλό για την υγεία•
человек ωφέλιμος άνθρωπος•
соединять приятное с -ним συνδυάζω το τερπνό με το ωφέλιμο•
коэффициент -ого действия (τεχ.) συντελεστής απόδοσης.
εκφρ.чем я могу быть -зен? – σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος? -
7 площадь
1. (пространство земли, предназначенное для чего-л или занимаемое чем-л) о χώρος, η έκταση, η επιφάνειαполезная - (в доме квартире) χρήσιμος -, κατοικίσιμος -посевная - της σποράς, производственная - παραγωγής (του εργοστασίου)2. тех. η επιφάνεια, η έκτασηлобовая - ав. μετωπική -3. (напр. города или села) η πλατεία 4. мат. το εμβαδόνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадь
-
8 полезный
1. (способный приносить пользу) ωφέλιμος, χρήσιμος, επωφελής 2. (составляющий ту часть целого, которая может быть использована по непосредственному назначению) χρησιμοποιημένος, ωφέλιμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полезный
-
9 пригодный
1. (полезный) χρήσιμος 2. (соответствующий требованиям) ικανός, κατάλληλος 3. (уместный) εφαρμόσιμος, κατάλληλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пригодный
-
10 зажигательный
зажига||тельныйприл1. χρήσιμος γιά προσάναμμα/ ἐμπρηστικός (о бомбе и т. п.):\зажигательныйтельное стекло́ ὁ φακός·2. перен φλογερός, ἐμπρηστικός:\зажигательныйтельная речь ὁ ἐμπρηστικός λόγος. -
11 полноценный
полноценн||ыйприл1. ἄρτιος, πλήρης:\полноценныйая монета τό ἄρτιο νόμισμα, νόμισμα πλήρους ἀξίας·2. перен ἄρτιος, δξιος, χρήσιμος:\полноценныйый человек ὁ ἀξιος ἀνθρωπος. -
12 пригодиться
пригодитьсясов εἶμαι χρήσιμος, χρειάζομαι, χρησιμεύω:э́то вам может \пригодиться αὐτό μπορεί νά σᾶς φανεί χρήσιμο. -
13 пригодностьый
пригодность||ыйприл χρήσιμος, κατάλληλος / ίκανός (о человеке). -
14 служить
служ||и́тьнесов1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:\служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):\служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:\служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·5. (выполнять свое назначение):пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος; -
15 come in handy
(to be useful: I'll keep these bottles - they might come in handy.) φαίνομαι χρήσιμος -
16 come in useful
(to become useful: My French came in useful on holiday.) φαίνομαι χρήσιμος, χρησιμεύω -
17 handy
['hændi]1) (ready (to use); in a convenient place: I like to keep my tools handy; This house is handy for the shops.) πρόχειρος,σε βολική θέση2) (easy to use; useful: a handy tool.) χρήσιμος•- handyman
- come in handy -
18 helpful
adjective a very helpful boy; You may find this book helpful.) εξυπηρετικός,πρόθυμος να βοηθήσει,χρήσιμος -
19 serviceable
1) (useful; capable of being used: This tractor is so old it is barely serviceable now.) εξυπηρετικός,χρήσιμος2) (hard-wearing: He walks to school every day, so he must have serviceable shoes.) ανθεκτικός -
20 useful
adjective (helpful or serving a purpose well: a useful toolionary; She made herself useful by doing the washing for her mother.) χρήσιμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χρήσιμος — useful masc nom sg χρήσιμος useful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήσιμος — η, ο / χρήσιμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί επωφελώς, ωφέλιμος αρχ. 1. (ιδίως για πολίτη) αυτός που προσφέρει επωφελείς υπηρεσίες στην πατρίδα του, χρηστός 2. (για… … Dictionary of Greek
χρήσιμος — η, ο αυτός που χρησιμεύει σε κάτι, μεταχειρίσιμος, ωφέλιμος: Τα βιβλία πλουτίζουν το μυαλό του αναγνώστη με χρήσιμες γνώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησιμώτερον — χρήσιμος useful adverbial comp χρήσιμος useful masc acc comp sg χρήσιμος useful neut nom/voc/acc comp sg χρήσιμος useful masc acc comp sg χρήσιμος useful neut nom/voc/acc comp sg χρήσιμος useful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμωτάτων — χρήσιμος useful fem gen superl pl χρήσιμος useful masc/neut gen superl pl χρήσιμος useful fem gen superl pl χρήσιμος useful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμωτέραις — χρήσιμος useful fem dat comp pl χρησιμωτέρᾱͅς , χρήσιμος useful fem dat comp pl (attic) χρήσιμος useful fem dat comp pl χρησιμωτέρᾱͅς , χρήσιμος useful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμωτέρων — χρήσιμος useful fem gen comp pl χρήσιμος useful masc/neut gen comp pl χρήσιμος useful fem gen comp pl χρήσιμος useful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμώτατα — χρήσιμος useful adverbial superl χρήσιμος useful neut nom/voc/acc superl pl χρήσιμος useful adverbial superl χρήσιμος useful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμώτατον — χρήσιμος useful masc acc superl sg χρήσιμος useful neut nom/voc/acc superl sg χρήσιμος useful masc acc superl sg χρήσιμος useful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησίμω — χρήσιμος useful masc/neut nom/voc/acc dual χρήσιμος useful masc/neut gen sg (doric aeolic) χρήσιμος useful masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρήσιμος useful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησίμως — χρήσιμος useful adverbial χρήσιμος useful masc acc pl (doric) χρήσιμος useful adverbial χρήσιμος useful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)