-
1 τοποθετώ
(ε) μετ.1) ставить; класть; помещать, размещать, располагать, дислоцировать (воен.); устанавливать, расставлять;τοποθετώ σκοπούς — расставлять часовых;
2) назначать (на работу, на должность и т. п.); определять (на работу); расставлять (кадры);τοποθετώ στην υπηρεσία — определять на службу;
3) помещать, вкладывать (капитал) -
2 τοποθετώ
[топотэто] ρ помещать, размещать, ставить. -
3 απίστομα
επίρρ.1) ничком;πέφτω (τ') απίστομα — падать ничком;
2) кверху дном;τοποθετώ απίστομα — поставить дном кверху
-
4 ενέδρα
η1) выслеживание; 2) засада, ловушка (тж. место); западня;εμπίπτω εις ενέδραν — или πέφτω σε ενέδρα — попадать в засаду;
τοποθετώ ( — или στήνω) ενέδρα — устраивать засаду;
ήμουν ενέδρα — я был в засаде;
3) перен. хитрость, вероломство, коварство;§ εξ ενέδρας — хитростью
-
5 νάρκη
η1) спячка; дремота;χειμέριος νάρκη των ζώων — зимняя спячка животных;
μ' έπιασε (μιά) νάρκη — меня одолела дремота;
2) зоол, электрический скат;3) воен, мина;μαγνητική νάρκη — магнитная мина;
πεδίον νάρκών — минное поле;
φράγμα από νάρκες — минное заграждение;
νάρκη φραγμού — мина заграждения;
τοποθετώ νάρκες — минировать
См. также в других словарях:
τοποθετώ — τοποθετώ, τοποθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τοποθετώ — έω, ΝΑ νεοελλ. 1. βάζω σε ορισμένη θέση («τοποθέτησα τη γλάστρα στο μπαλκόνι») 2. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω σε ορισμένη θέση («τόν τοποθέτησαν στο Υπουργείο Εξωτερικών») 3. (σχετικά με κεφάλαιο) κάνω τοποθέτηση αρχ. προσδιορίζω τη θέση ενός… … Dictionary of Greek
τοποθετώ — τοποθέτησα, τοποθετήθηκα, τοποθετημένος 1. βάζω κάτι στην κατάλληλη θέση: Τοποθέτησα τα βιβλία μου. 2. καθορίζω την υπηρεσία όπου θα υπηρετήσει υπάλληλος, αξιωματικός κτλ.: Τοποθετήθηκε στο Β Λύκειο Αρρένων. 3. διαθέτω χρήματα για κέρδος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρελιάζω — τοποθετώ (μούστο, τυρί κ.λπ.) μέσα σε βαρέλι … Dictionary of Greek
δερματιάζω — τοποθετώ (κυρίως) τυρί μέσα σε δερμάτινο ασκί για διατήρηση ή μεταφορά … Dictionary of Greek
εμπυρευματίζω — τοποθετώ εμπύρευμα, π.χ. καψούλι σε όπλο, εφοδιάζω με εμπύρευμα … Dictionary of Greek
ενθηκεύω — τοποθετώ μέσα σε θήκη, περικλείω, περιβάλλω με θήκη … Dictionary of Greek
επιτεγίζω — τοποθετώ τις επιτεγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεγίζω (< τέγος «στέγη»)] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφωτίζω — τοποθετώ μηχανήματα και δίκτυο για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με σκοπό τον φωτισμό μιας περιοχής ή ενός χώρου, φωτίζω με ηλεκτρικό φως («ηλεκτροφωτίστηκε το χωριό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
μοστράρω — τοποθετώ, εκθέτω κάτι στη μόστρα, στη βιτρίνα, παρουσιάζω κάτι σε επίδειξη, επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostrare < λατ. monstrare «δείχνω»] … Dictionary of Greek
ξεπατηκώνω — τοποθετώ πάνω σε σχέδιο διαφανές φύλλο χαρτιού και τό αντιγράφω με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πατηκώνω] … Dictionary of Greek