Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

το+βραβείο

См. также в других словарях:

  • βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • βραβείο — το έπαθλο το οποίο δίνεται σ’ αυτούς που πρωτεύουν σε κάτι, θεσμοθετημένη τιμητική διάκριση η οποία γίνεται σε κάποιον που πρωτεύει ή αριστεύει: Του δόθηκε το πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας. – Στην απονομή των βραβείων ήταν παρόντες πολλοί επίσημοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φεμινά, βραβείο — Γαλλικό βραβείο λογοτεχνίας που καθιερώθηκε από τη Μαντάμ ντε Μπρουτέλ και άλλες γυναίκες των γραμμάτων το 1904. Το βραβείο δίνεται κάθε χρόνο, σχεδόν ταυτόχρονα με το βραβείο Γκονκούρ, από δωδεκαμελή επιτροπή σε συγγραφείς ακόμα άγνωστους στο… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωράκης, Μίκης — (Χίος 1925 –). Μουσικοσυνθέτης. Κατάγεται από την Κρήτη. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και στο Ωδείο του Παρισιού. Το 1942 τον συνέλαβαν οι ιταλικές κατοχικές αρχές. Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία και το 1948 στη Μακρόνησο. Το 1960 άρχισε ουσιαστικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • άθλο — το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον) βραβείο, έπαθλο, γέρας νεοελλ. (συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις αρχ. 1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή 2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη 3.… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καραβίας, Πάνος — (Αθήνα 1905 – 1985). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»