-
1 συντομος
I21) краткий, сокращенный(ὁδός Xen.)
ἥ συντομωτάτη (sc. ὁδός) Xen. — кратчайший путь2) сжатый, короткий(λόγος Isocr., Sext.)
3) быстрый, стремительный(διαπολέμησις Thuc.). - см. тж. σύντομον
IIἥ (sc. ὁδός)( наиболее) короткий (кратчайший) путь Her.
-
2 σύντομος
-
3 σύντομος
[сингомос] επ короткий, краткий, сжатый (о речи). -
4 φιλοσυντομος
-
5 συντόμως
( наречие от σύντομος) кратко
См. также в других словарях:
σύντομος — cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
σύντομος — η, ο επίρρ. α 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης: Σε σύντομο διάστημα έφτασε πολύ ψηλά. – Ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο. 2. βραχυλογικός: Διατυπώνει τα νοήματά του με σύντομες φράσεις. 3. αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια: Για να μη σας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομώτερον — σύντομος cut short masc acc comp sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc comp sg σύντομος cut short adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύντομος — σύντομος , σύντομος cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτάτων — σύντομος cut short fem gen superl pl σύντομος cut short masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτέρων — σύντομος cut short fem gen comp pl σύντομος cut short masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατα — σύντομος cut short adverbial superl σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατον — σύντομος cut short masc acc superl sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόμως — σύντομος cut short adverbial σύντομος cut short masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομον — σύντομος cut short masc/fem acc sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)