-
1 συλλογος
ὅ1) собрание, сборище, сходка Her., Arst.ξύλλογοι γυναικοπληθεῖς Eur. — многолюдные женские собрания;
ἅπας σ. στρατεύματος Eur. — полный сбор войска;καὴ ἐν ἐκκλησίᾳ καὴ ἐν ἄλλῳ ξυλλόγῳ, ὅστις ἂν πολιτικὸς σ. γίγνηται Plat. — и в народном собрании, и во всяком другом собрании, если оно только посвящено политическим вопросам2) сборный пункт Xen.3) присутствие духа, бодрость(σύλλογον ψυχῆς λαβεῖν Eur.)
-
2 σύλλογος
ο объединение; общество, товарищество, ассоциация;коллегия; коллектив; клуб;εμπορικός σύλλογος — торговое объединение;
σύλλογος δημοσίων υπαλλήλων — ассоциация государственных служащих;
αθλητικός σύλλογος — спортивное общество;
ποδοσφαιρικός σύλλογος — футбольный клуб;
δικηγορικός σύλλογος — коллегия адвокатов;
§ εκλογικός σύλλογος — избиратели (избирательного округа, участка и т. п.)
-
3 σύλλογος
[силлогос] ουσ. а. общество, ассоциация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύλλογος
-
4 σύλλογος
[силлогос] ουσ α общество, ассоциация. -
5 μιγνυμι
тж. μιγνύω и μίσγω (fut. μίξω, pf. μέμιχα; эп. 3 л. sing. aor. 2 med. ἔμικτο и μῖκτο или μίκτο; pass.: fut. μιχθήσομαι, fut. 2 μιγήσομαι, fut. 3 μεμίξομαι, aor. 1 ἐμίχθην, aor. 2 ἐμίγην, pf. μέμιγμαι; эп. inf. μιχθήμεναι и μιγήμεναι; эп. 2 л. conjct. μῐγήῃς - 3 л. pl. μιγέωσι)1) мешать, смешивать(οἶνον καὴ ὕδωρ, ἅλεσσι εἶδαρ Hom.; μέλι σὺν γάλακτι Pind.; γάλα τινί Aesch.; γῆν οὐρανῷ Plut.)
; pass. быть смешанным(κονίῃσι и ἐν κονίῃσι Hom.; ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον NT.)
μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς Hom. — входить в толпу ахейцев;σύλλογος νέων καὴ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Plat. — собрание, состоящее из молодых и стариков;ταύρου μεμίχθαι καὴ βροτοῦ διπλῇ φύσει Eur. ap. Plut. — иметь двойственную природу быка и человека ( о Минотавре)2) соединять, связыватьμῖξαι χεῖράς τε μένος τε Hom. — схватиться врукопашную;
μισγέμεναι τινὰ κακότητι καὴ ἄλγεσι Hom. — обрекать кого-л. на бедствия и скорбь;ξὺν κακοῖς μεμιγμένος Soph. — обреченный на страдания;μῖξαί τινα ἄνθεσι Pind. — украсить кого-л. цветами;πότμον μῖξαί τινι Pind. — принести кому-л. смерть;κλισίῃσι μιγήμεναι ἠδὲ νέεσσιν Hom. — прорваться до (ахейских) палаток и кораблей3) pass. быть соединенным или связанным, общаться(τινι Hom.)
μίξεσθαι ξενίῃ Hom. — быть связанным узами гостеприимства;ἐν αἱμακουρίαις μέμικται Pind. — он присутствует на гемакуриях;ἐν δαῒ или ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Hom. — вступать в бой друг с другом;ἔσω μ. Hom. — проникнуть в дом;μ. ὑπὲρ ποταμοῖο Hom. — переправиться через реку;ἔμιχθεν στεφάνοις Pind. — они были увенчаны;ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν Pind. — они достигли почестей4) pass. (тж. μ. (ἐν) φιλότητι или εὐνῇ Hom., Hes.) вступать в любовную связь Hom.; ( о животных) спариваться(μίγνυται τῷ θήλει τὸ ἄρρεν Arst.)
-
6 νεοσυλλογος
-
7 αθλητικός
-
8 επαγγελματικές
η, ό[ν] профессиональный;επαγγελματικέςή σχολή — ремесленное училище;
επαγγελματικέςή εκπαίδευση — профессиональное обучение;
επαγγελματικέςόν μυστικόν — профессиональная тайна;
επαγγελματικέςό σωματείο — или επαγγελματικές σύλλογος — или επαγγελματικέςή ένωση — профессиональный союз;
επαγγελματικέςή γλώσσα — профессиональный язык;
επαγγελματικέςαί νόσοι — профессиональные болезни
-
9 Ερευνητικό
Ίνστιτούτρ научно-исследовательский институт;Ερευνητικόό σύγγραμμα — а) научный труд; — б) учебник для вузов;
Ερευνητικόή ερευνά — научное исследование, научно-исследовательская работа;
Ερευνητικό σύλλογος — научное общество;
Ερευνητικό βαθμός (τίτλος) — учёная степень (звание)
-
10 φιλανθρωπικός
η, ό[ν]1) филантропический, благотворительный;φιλανθρωπικός σύλλογος — благотворительное общество;
2) человеколюбивый, гуманный -
11 φιλεκπαιδευτικές
η, ό[ν] просветительный, распространяющий знания;φιλεκπαιδευτικέςή εταιρία — или φιλεκπαιδευτικές σύλλογος — общество по распространению знаний
-
12 συλλέγω
συλ|λέγω собирать вместе, подбирать (ср. συλλόγος) συλ|λέγω, συλ|λέξω, συν|έλεξα | συν|είλεγμαι, συν|ελέγην
См. также в других словарях:
σύλλογος — assembly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύλλογος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος») 2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα… … Dictionary of Greek
σύλλογος — ο 1. οργανωμένη ομάδα προσώπων με ορισμένους σκοπούς: Ο μορφωτικός σύλλογος του χωριού μας ανέπτυξε πλούσια δράση. 2. «σύλλογος καθηγητών», το σύνολο των καθηγητών που υπηρετούν σ ένα γυμνάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… … Dictionary of Greek
Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως — Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1861 από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με σκοπό την καλλιέργεια των γραμμάτων. Ανέπτυξε πλούσια δράση, έχτισε μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (1873), ίδρυσε οργανοθήκη, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο και επιδίωξε να συνδεθεί με … Dictionary of Greek
ξύλλογος — σύλλογος , σύλλογος assembly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαιδρυνταί — Σύλλογος ιερέων στην Ολυμπία. Κατάγονταν από τον Αθηναίο γλύπτη Φειδία, που κατασκεύασε το εκεί άγαλμα του Ολύμπιου Δία. Σε αυτούς είχε ανατεθεί το καθήκον του καθαρισμού του αγάλματος του θεού και η προσφορά, μετά από αυτό, θυσίας στην Εργάνη… … Dictionary of Greek
συλλόγοις — σύλλογος assembly masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγου — σύλλογος assembly masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγους — σύλλογος assembly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγων — σύλλογος assembly masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)