Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συμφωνώ

  • 1 συμφωνώ

    (ε), συμφωνάω 1. αμετ.
    1) быть согласным; соглашаться;

    δεν συμφωνώ μαζί σου — я с тобой не согласен;

    συμφωνώ με τη γνώμη σου — я согласен с твоим мнением;

    συμφωνήσαμε σ' όλα — мы согласились на всё;

    2) уславливаться, приходить к соглашению, договариваться, уговариваться (о чём-л.);

    συμφωνήσαμε να πάμε μαζύ — мы договорились пойти вместе;

    3) согласовываться (тж. грам.); гармонировать; соответствовать, подходить;

    τό κόκκινο με το μαύρο συμφωνούν — красный цвет гармонирует с чёрным, подходит к чёрному;

    συμφωνούν οι λόγοι με ( — или προς) τα εργα του — у него слова не расходятся с делами;

    2. μετ.
    1) договариваться о стоимости (чего-л.); συμφώνησα το σπίτι (τό νοίκι) я договорился о стоимости дома (аренды); 2) грам, согласовывать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμφωνώ

  • 2 συμφωνώ

    [симфоно] р. быть согласным, соглашаться, уславливаться, договариваться,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμφωνώ

  • 3 συμφωνώ

    [симфоно] ρ быть согласным, соглашаться, уславливаться, договариваться.

    Эллино-русский словарь > συμφωνώ

  • 4 γνώμη

    I η
    1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;

    σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;

    ορθή γνώμη — правильное мнение;

    ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;

    λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;

    έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;

    δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;

    έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;

    έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;

    κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;

    συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;

    είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;

    είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;

    συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;

    τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;

    γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);

    γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;

    3) мысли; желания, намерения;
    4) согласие, одобрение;

    χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;

    5) характер, нрав; натура;

    δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;

    ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;

    § κοινή γνώμη — общественное мнение;

    γνώμη2
    II η фольк, жена гнома

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνώμη

  • 5 συν-

    (συμ\\, συγ\\, συλ\\, συρ\\, συσ\\, συ\) приставка, означ.:
    1) совместность действия, соучастие: συγκαλώ, σύντροφος; 2) согласие, единство: συμφωνώ; 3) содействие, помощь: συμμαχώ, συμπράττω; 4) собирательность: συνέρχομαι, συνθέτω; 5) одновременность: σύγχρονος; 6) завершённость, полноту действия: συντρίβω, συμπληρώνω; 7) соединение: συνδέω, συρράπτω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συν-

См. также в других словарях:

  • συμφωνώ — συμφωνῶ, έω, ΝΜΑ [σύμφωνος] 1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του») 3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν» …   Dictionary of Greek

  • συμφωνώ — συμφωνώ, συμφώνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμφωνώ — συμφώνησα, συμφωνήθηκα, συμφωνημένος 1. έχω τη ίδια γνώμη ή αντίληψη με κάποιον: Δε συμφωνώ με τη γνώμη σου. – Συμφώνησαν στην τιμή πώλησης του σπιτιού. 2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι: Οι πράξεις του δε συμφωνούν με τα λόγια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνῶ — συμφωνέω sound together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφώνῳ — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφώνῳ — συμφώνῳ , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφώνωι — συμφώνῳ , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… …   Dictionary of Greek

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»