Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

συμμάχους

  • 1 Give

    v. trans.
    P. and V. διδόναι, νέμειν, δωρεῖσθαι (Plat.), παρέχειν, V. πορσύνειν, πορεῖν ( 2nd aor.), Ar. and V. ὀπάζειν.
    Confer: P. and V. προσφέρειν, προστιθέναι, P. ἀπονέμειν.
    Lend, afford: P. and V. ἐνδιδόναι.
    Give voluntarily: Ar. and P. ἐπιδιδόναι.
    They would attack us in conjunction with the Sicilians whose alliance they would have given much to secure ere this: P. συνεπιθεῖντο ἂν μετὰ Σικελιωτῶν οὓς πρὸ πολλῶν ἂν ἐτιμήσαντο συμμάχους γενέσθαι ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ (Thuc. 6, 10; cf. also Dem. 299).
    Give away, fling away without return: P. and V. προπνειν, P. προΐεσθαι
    Give away in marriage: P. and V. ἐκδδοναι (or mid.).
    Give back: P. and V. ποδιδόναι.
    Give besides: P. and V. προσδιδόναι, ἐπιδιδόναι.
    Give forth, emit: P. and V. φιέναι, ἐξιέναι, νιέναι, ναδιδόναι, ἐκβάλλειν, V. μεθιέναι, ἐξανιέναι, προπέμπειν, ἐκπέμπειν; see also Utter.
    Give in: P. ἀποφέρειν; v. intrans.: P. and V. ἐνδιδόναι; see give way.
    Give in return, v. trans.: P. and V. ἀντιδιδόναι, δωρεῖσθαι (Plat.).
    Give out: see Distribute, Announce.
    Fail, v. intrans.: P. and V. ἐκλείπειν, ἐλλείπειν, Ar. and V. λείπειν (rare P.), Ar. and P. ἐπιλείπειν.
    Give over, v. trans.: P. and V. παραδιδόναι, ἐκδιδόναι.
    Cease, v. intrans.: P. and V. παύεσθαι, ναπαύεσθαι; see Cease.
    Give a share in: P. and V. μεταδιδόναι (τινί τινος) (Eur., Or. 281, 450).
    Give up, deliver up, v. trans.: P. and V. παραδιδόναι, ἐκδιδόναι, φιέναι, ἐφιέναι, παριέναι.
    Give up ( for torture): P. ἐκδιδόναι.
    Relinquish: P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), μεθιέναι, Ar. and V. μεθεσθαι (gen.), V. διαμεθιέναι; see also Renounce.
    Betray: P. and V. προδιδόναι, Ar. and P. προιέναι (or mid.).
    It is not yet seven years since I have given up sea-faring: P. οὔπω ἔτη ἐστὶν ἑπτὰ ἀφʼ οὗ τὸ πλεῖν καταλέλυκα (Dem. 893).
    Give oneself up for lost: P. προΐεσθαι ἑαυτόν (Thuc. 2, 51).
    Give up, cease, v. intrans.: P. and V. παύεσθαι, ναπαύεσθαι; see Cease.
    Give way: P. and V. εἴκειν, πείκειν, συγχωρεῖν, ἐκχωρεῖν, Ar. and P. παραχωρεῖν, ποχωρεῖν; see under Way.
    Give way to: P. and V. ἐνδιδόναι (dat.) (Eur., Tro. 687). συγχωρεῖν (dat.), εἴκειν (dat.), πείκειν (dat.), Ar. and P. ποχωρεῖν (dat.), παραχωρεῖν (dat.), V. ἐκχωρεῖν (dat.), ἐξίστασθαι (dat.), προσχωρεῖν (dat.), P. ὑποκατακλίνεσθαι (dat.).
    Give way ( to feelings): P. and V. εἴκειν (dat.), ἡσσᾶσθαι (gen.), P. ἐνδιδόναι (dat.).
    Give play to: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Indulge: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.).
    Given, not asked: V. δωρητὸς οὐκ αἰτητός (Soph., O.R. 384).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Give

  • 2 Spite

    subs.
    P. and V. φθόνος, ὁ.
    Ill-will: P. and V. δύσνοια, ἡ, δυσμένεια, ἡ, P. ἀπέχθεια, ἡ, κακόνοια, ἡ.
    Bitterness: P. and V. πικρότης, ἡ.
    In spite of ( a person): P. and V. βίᾳ (gen.), V. πρὸς βίαν (gen.).
    Yet in spite of such disadvantages I brought into alliance with you Euboeans, Achaeans, etc.: P. ἀλλʼ ὅμως ἐκ τοιούτων ἐλασσωμάτων ἐγὼ συμμάχους μὲν ὑμῖν ἐποίησα Εὐβοέας Ἀχαιούς, κ.τ.λ. (Dem. 306).
    ( The people) did not elect you in spite of your fine voice: P. οὐ σὲ ἐχειροτόνησε καίπερ εὔφωνον ὄντα (Dem. 320).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spite

  • 3 Strip

    subs.
    P. τμῆμα, τό, V. σπραγμα, τό, Ar, τόμος, ὁ.
    Hanging themselves with strips made from their clothes: P. ἐκ τῶν ἱματίων παραιρήματα ποιοῦντες ἀπαγχόμενοι (Thuc. 4, 48).
    ——————
    v. trans.
    Bare: P. and V. γυμνοῦν.
    Take clothes off ( from another); Ar. and P. ποδύειν, P. and V. ἐκδύειν;
    (from oneself): Ar. and P. ποδεσθαι, P. and V. ἐκδύεσθαι; see v. intrans.
    Strip ( the dead of arms): P. and V. σκυλεύειν (Eur., Phoen. 1417).
    They bade him strip the rose garden of its buds: P. ἐκέλευον τὴν ῥοδωνίαν βλαστάνουσαν ἐκτίλλειν (Dem. 1251).
    Remove: P. and V. φαιρεῖν, P. περιαιρεῖν.
    Stripped of money and allies: P. περιῃρημένος χρήματα καὶ συμμάχους (Dem. 37).
    He stripped all equally of honour, power and freedom: P. ὁμοίως ἁπάντων τὸ ἀξίωμα, τὴν ἡγεμονίαν, τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο (Dem. 246).
    Plunder: P. and V. συλᾶν; see Plunder.
    Empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν, ἐκκενοῦν (Plat.), V. ἐκκεινοῦν.
    Strip bare: P. ψιλοῦν, Ar. and V. ποψιλοῦν.
    Deprive: P. and V. ποστερεῖν, στερεῖν, στερίσκειν; see Rob.
    Strip off: P. περιαιρεῖν.
    Strip off the skin: Ar. and P. δέρειν, ποδέρειν (Xen.), P. and V. ἐκδέρειν (Plat.).
    They stripped off the roof: P. τὸν ὄροφον ἀφεῖλον or διεῖλον.
    V. intrans.
    Take one's clothes off: P. and V. ἐκδύεσθαι, γυμνοῦσθαι, Ar. and P. ποδεσθαι.
    Let us strip, sirs, for this business: Ar. ἐπαποδυώμεθʼ, ἄνδρες, τουτῳὶ τῷ πράγματι (Lys. 615).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strip

См. также в других словарях:

  • Συμμάχους — Σύμμαχος fighting along with masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμάχους — σύμμαχος fighting along with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυμμάχους — Συμμάχους , Σύμμαχος fighting along with masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμάχους — συμμάχους , σύμμαχος fighting along with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • συμμαχικός — ή, ό / συμμαχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, ή, όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία 2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα» αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»