-
1 обучиться
σπουδάζω, φοιτώ -
2 заниматься
заниматься 1) (чём-л.) ασ χολούμαι \заниматься музыкой ασχο λούμαι με τη μουσική 2) (учи ться) σπουδάζω, μελετώ 3) (обучать) μαθαίνω, διδάσκω* * *1) (чем-л.) ασχολούμαιзанима́ться му́зыкой — ασχολούμαι με τη μουσική
2) ( учиться) σπουδάζω, μελετώ3) ( обучать) μαθαίνω, διδάσκω -
3 заниматься
заниматься Iнесов1. (чем-л.) ἀσχολούμαι:\заниматься спортом κάνω σπορ, ἀσχολούμαι μέ τόν ἀθλητισμό· \заниматься домашним хозяйством ἀσχολούμαι μέ τό νοικοκυριό·2. (учиться) σπουδάζω, μελετώ:\заниматься медициной σπουδάζω ἱατρική·3. (с кем-либо) παραδίδω μαθήματα.заниматься IIнесов1. (загораться) παίρνω φωτιά:огонь \заниматьсяется ἡ φωτιά ἄναψε·2. (забрезжить) χαράζω, σκάζω:заря \заниматьсяется χαράζει ἡ αὐγή. -
4 учиться
учить||ся(чему-л.) μαθαίνω, διδάσκομαι, σπουδάζω:\учитьсяся греческому языку́ μαθαίνω ἐλληνικά· \учитьсяся в университете σπουδάζω στό πανεπιστήμιο[ν]· \учитьсяся в школе πηγαίνω σχολείο· -◊ \учитьсяся на собственных ошибках διδάσκομαι ἀπ· τά ἰδια μου τά λαθη· век живи \учиться век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος. -
5 заниматься
1. (учиться) μαθαίνω, σπουδάζω 2. (приступать к какому-л. занятию, проявлять интерес к кому-, чему-л) (απ)ασχολούμαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заниматься
-
6 изучать
1. (учиться чему-л.) μαθαίνω, σπουδάζω 2. (обследовать, осматривать) μελετώ, ερευνώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изучать
-
7 учиться
μαθαίνω, (в вузе) σπουδάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учиться
-
8 изучить
-
9 обучить
-
10 учить
-
11 учиться
μαθαίνω; σπουδάζω, φοιτώ ( получать образование) -
12 доучиваться
доучивать||ся1. (кончить учиться) τελειώνω τίς σπουδές μου·2. (до) разг σπουδάζω (или ἐκπαιδεύομαι) ὡς ἕνα ὁρισμένο χρόνο. -
13 изучать
изуч||атьнесов μελετώ, σπουδάζω, μαθαίνω. -
14 образование
образовани||е Iс1. (действие) ἡ δια-μόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός / ἡ ἱδρυση [-ις] (государства и т. п.):\образование слов ὁ σχηματισμός λεξεων2. (результат) ἡ διαμόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός:вулканические \образованиея τά ἡφαιστειογενή στρώματα.образование IIс в разн. знач. ἡ ἐκ-παίδευση [-ις], ἡ μόρφωση [-ις]:начальное \образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· среднее \образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· высшее \образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· давать \образование ἐκπαιδεύω, διδάσκω, δίνω μόρφωση· получить \образование σπουδάζω, μορφώνομαι. -
15 обучаться
обуч||атьсяἐκπαιδεύομαι, σπουδάζω, διδάσκομαι, μαθαίνω:\обучатьсяаться стрельбе μαθαίνω σκοποβολή. -
16 отрыв
отрывм (действие) ἡ ἀπόσπαση [-ις], ὁ ἀποχωρισμός:\отрыв от земли ἀβ. ἡ ἀπογείωση ἀεροπλάνου· учиться без \отрыва от Ороизво́дства δουλεύω καί σπουδάζω· в \отрыве от масс ἀποσπασμένος ἀπό τις μάζες., -
17 стать
ста||ть Iсов1. см. становиться·2. (остановиться) σταματώ, στέκομαι:река \статьла τό ποτάμι ἐπάγωσε· часы \статьли τό ρολόγι σταμάτησε·3. (начать) ἀρχίζω, ἀρχινώ:я \статьл учиться а) ἄρχισα νά σπουδάζω, б) ἄρχισα νά πηγαίνω σχολείο (о школьнике)·4. безл:его не \статьло ἔπαψε νά ὑπάρχει, χάθηκε· ◊ во что́ бы. то ни \статьло πάσει θυσία· за этим де́ло не \статьнет γι ' αὐτό μή σέ νοιάζει.стат||ь II ж разг:быть под \стать (кому-л.) ταιριάζω κάποιου· с какой \статьи? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, γιά ποιο λόγο; -
18 школа
школ||аж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή. -
19 обучаться
[απουτσάτ'σα] ρ. διδάσκομαι, σπουδάζω, μαθαίνω -
20 учиться
[ουτσίτσα] ρ. μαθαίνω, σπουδάζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπουδάζω — σπουδάζω, σπούδασα, σπουδασμένος και σπουδαγμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σπουδάζω : η μτχ. σπουδασμένος (ή σπουδαγμένος) χρησιμοποιείται συχνά ως επίθετο (→ μορφωμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπουδάζω — to be busy pres subj act 1st sg σπουδάζω to be busy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… … Dictionary of Greek
σπουδάζω — σπούδασα, σπουδαγμένος και σπουδασμένος 1. ασχολούμαι συστηματικά με την εκμάθηση κάποιας τέχνης ή επιστήμης: Ο μεγάλος γιος του σπουδάζει γιατρός. 2. παρέχω τα μέσα σε κάποιον να σπουδάσει: Φιλοδοξία του είναι να σπουδάσει όλα του τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδάζετον — σπουδάζω to be busy pres imperat act 2nd dual σπουδάζω to be busy pres ind act 3rd dual σπουδάζω to be busy pres ind act 2nd dual σπουδάζω to be busy imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάζετε — σπουδάζω to be busy pres imperat act 2nd pl σπουδάζω to be busy pres ind act 2nd pl σπουδάζω to be busy imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάζῃ — σπουδάζω to be busy pres subj mp 2nd sg σπουδάζω to be busy pres ind mp 2nd sg σπουδάζω to be busy pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσει — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd sg (epic) σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσουσι — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd pl (epic) σπουδάζω to be busy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσουσιν — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd pl (epic) σπουδάζω to be busy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσω — σπουδάζω to be busy aor subj act 1st sg σπουδάζω to be busy fut ind act 1st sg σπουδάζω to be busy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)