-
1 πρόθεση
πρόθεση ηжертвенник –1) особое помещение в северной части алтаря православного храма, где во время Литургии на специальном четырехугольном столе приготавливаются для Евхаристии Святые Дары, то есть совершается проскомидия;2) стол, на котором совершается проскомидияЭтим.< дргр. πρόθεσις < προτίθημι «ставить, подносить перед чем-то или кем-то» -
2 πρόθεση
[-ις (-εως)] η1) намерение; замысел;κακή πρόθεση — злой умысел;
αγαθές πρόθέσεις — благие намерения;
εκ πρόθέσεως — преднамеренно, умышленно;
2) грам, предлог;3) мед. протезирование; 4) протез; 5) см. προσκομιδή 3 -
3 πρόθεση
[протэси] σοσ. Θ. намерение, умысел, (γραμ.) предлог.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόθεση
-
4 πρόθεση
[протэси] σοσ. Θ. намерение, умысел, (γραμ) предлог. -
5 αβυσσαλέος
α, ο[ν]1) бездонный, глубочайший; бесконечный; 2) адский, сатанинский;αβυσσαλέα πρόθεση — адский замысел;
§ μας χωρίζει χάσμα αβυσσαλέον — нас разделяет пропасть
-
6 θυσιαστήριο
θυσιαστήριο το1) жертвенник – освященный стол в алтаре, на котором Богу приносится Бескровная Жертва, то есть Тело и Кровь Христова во оставление грехов всего мира. Жертвенник означает вертеп, в котором родился Спаситель, и место горы Голгофы, где Он был распят, так как во время совершения проскомидии вспоминается рождение Христа и Его страдания, см. πρόθεση ;2) алтарь, см. Βήμα Ιερό ;3) Святой Престол, см. Τράπεζα ΑγίαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θυσιαστήριο
-
7 παστοφόρια
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > παστοφόρια
См. также в других словарях:
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
πρόθεση — η 1. αυτό που σκέπτεται κανείς να κάνει, ο σκοπός, η προαίρεση: Κατάλαβα γρήγορα τις προθέσεις του. 2. (εκκλησ.), κόγχη στο ιερό βήμα του ναού, όπου τοποθετούνται ιερά σκεύη, αλλ. Αγία Πρόθεση. 3. (γραμμ.), άκλιτη λέξη που μπαίνει μπροστά από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek
αντίς — πρόθεση, βλ. αντί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek