-
1 Cool
adj.P. and V. ψυχρός.met., calm: P. and V. ἥσυχος, ἡσυχαῖος, P. ἡσύχιος.Impudent: P. and V. ἀναιδής.Not eager: P. ἀπρόθυμος.Dulled: P. and V. ἀμβλύς.——————v. trans.Not to let one's zeal cool: P. οὐδὲν ἀπολείπειν προθυμίας (Thuc. 8, 22).Let one's anger cool: Ar. ὀργῆς ἀνιέναι, V. ὀργῆς ἐξανιέναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cool
См. также в других словарях:
προθυμίας — προθῡμίᾱς , προθυμία readiness fem acc pl προθῡμίᾱς , προθυμία readiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подвижениѥ — ПОДВИЖЕНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Движение, перемещение; бег: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѧ. гл҃юще силѹ нѣкѹю б҃жствьнѹю имѣти… не разѹмѣвъше. възвѣщенааго подвижени˫а ихъ. ѥстьствьноѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Dipaia — Di paia (griechisch Δίπαια, lateinisch Dipaea; Einwohner: Διπαιεύς, Plural: Διπαιεῖς) war eine antike griechische Stadt in Arkadien, in der Landschaft Mainalia, vielleicht direkt am Fluss Helisson oder im Gebirge Mainalios, auf alle Fälle in … Deutsch Wikipedia
ανορεξία — και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία) επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό νεοελλ. 1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά 2. «νευρική ανορεξία» συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική… … Dictionary of Greek
απροθυμία — η (Μ ἀπροθυμία) έλλειψη προθυμίας … Dictionary of Greek
απρόθυμος — η, ο (AM ἀπρόθυμος, ον) αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
ασυνδρομία — ἀσυνδρομία, η (Μ) [σύνδρομος] η έλλειψη προθυμίας για να συνδράμουμε, να βοηθήσουμε κάποιον … Dictionary of Greek
ελλιπής — ές (AM ἐλλιπής, ές) 1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση») 2. φρ. «ελλιπή ρήματα» τα ελλειπτικά νεοελλ. φρ. 1. «ελλιπής αριθμός» ο αριθμός τού οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό 2.… … Dictionary of Greek
οφθαλμοδουλεία — ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α) η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ ὡς δοῡλοι τοῡ Χριστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία] … Dictionary of Greek
προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek