-
1 περιοδικος
3регулярно чередующийся, периодический(ἀριθμός Plut.)
περιοδικὸν μέτρον Plut. — чередующийся размер, т.е. гексаметр ( в котором дактили перемежаются со спондеями) -
2 περιοδικός
η, ό[ν] периодический;περιοδική έκδοση — периодическое издание;
περιοδικός τύπος — периодическая печать
-
3 περιοδικός
[пэриодикос] επ периодический. -
4 τύπος
ο1) форма, вид, тип; 2) образец (тж. перен.); модель, форма, шаблон; трафарет;είναι τύπος και υπογραμμός — отличаться образцовым поведением;
3) формальность; форма; проформа (разг); церемония;άνθρωπος των τύπων — чопорный, церемонный человек;
δικονομικοί τύποι — процессуальные формы;
τύπος χωρίς σημασία — пустая формальность;
κρατώ τούς τύπους — а) (тж. τηρώ τούς τύπους) — соблюдать все формальности;
б) соблюдать церемонии, церемониться;χωρίς τύπους — без церемоний;
γιά τον τύπο — формально; — для проформы, для вида; — для отвода глаз (разг);
4) след, отпечаток;5) печать, пресса;περιοδικός τύπος — периодическая печать, пресса;
δημοσιεύω στον τύπο — опубликовать в печати;
διά τού τύπου — через газету, печать;
6) формула;7) тип (неодобр. — о человеке);ΰποπτος τύπος — подозрительный тип;
είναι ένας τύπ! — вот это тип!;
τί τύπος είναι αυτός; — что это за тип?;
§ κατά τύπους — с виду, на вид
См. также в других словарях:
περιοδικός — acquired in one s travels masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… … Dictionary of Greek
περιοδικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά χρονικά διαστήματα: Περιοδικός τύπος, το σύνολο των εντύπων που κυκλοφορούν όχι κάθε μέρα. – Περιοδικοί άνεμοι. 2. (μαθημ.), «περιοδικός αριθμός», αριθμός που στο δεκαδικό του μέρος επαναλαμβάνεται η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
περιοδικά — περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc pl περιοδικά̱ , περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc/acc dual περιοδικά̱ , περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικώτερον — περιοδικός acquired in one s travels adverbial comp περιοδικός acquired in one s travels masc acc comp sg περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικῶν — περιοδικός acquired in one s travels fem gen pl περιοδικός acquired in one s travels masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικόν — περιοδικός acquired in one s travels masc acc sg περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικαῖς — περιοδικός acquired in one s travels fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικαί — περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικοῖς — περιοδικός acquired in one s travels masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)