-
1 πασπαλίζω
μετ. посыпать чём-л.;πασπαλίζω με αλεύρι — посыпать мукой
-
2 πασπαλίζω
[паспализо] ρ посыпать чем-либо. -
3 πασπαλώ
(α), πασπαλώνω см. πασπαλίζω
См. также в других словарях:
πασπαλίζω — πασπαλίζω, πασπάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πασπαλίζω — και πασπαλώνω και πασπαλώ, άω [πασπάλη] ρίχνω οποιαδήποτε σκόνη πάνω σε κάτι, επιπάσσω … Dictionary of Greek
πασπαλίζω — πασπάλισα, πασπαλίστηκα, πασπαλισμένος, ρίχνω σκόνη πάνω σε κάτι σκορπώντας την: Τα κόλλυβα τα πασπαλίζουν με άχνη ζάχαρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] … Dictionary of Greek
αμφιπαλύνω — ἀμφιπαλύνω (Α) πασπαλίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + παλύνω «πασπαλίζω, χρίω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
καταπάσσω — καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α) 1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.) 2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα 3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ … Dictionary of Greek
παραπάσσω — αττ. τ. παραπάττω, Α πασπαλίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
παρεμπάσσω — ΜΑ πασπαλίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο ή αναμιγνύω επί πλέον και ανακατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
παρεπιπάσσω — Α 1. ρίχνω, πασπαλίζω κάτι κοντά σε κάποιον 2. ραντίζω με σκόνη επάνω και στα πλάγια ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐπιπάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
πασπάλισμα — το [πασπαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πασπαλίζω … Dictionary of Greek