Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

νέοι

  • 1 юноша

    юноша м о νεαρός, ο έφηβος· \юношаи и девушки οι νέοι» οι νεαροί
    * * *
    м
    ο νεαρός, ο έφηβος

    ю́ноши и де́вушки — οι νέοι, οι νεαροί

    Русско-греческий словарь > юноша

  • 2 юношество

    Юношество с 1) η νεολαία, οι νέοι 2) (пора) η νεότητα, τα νιάτα
    * * *
    с
    1) η νεολαία, οι νέοι
    2) ( пора) η νεότητα, τα νιάτα

    Русско-греческий словарь > юношество

  • 3 молодежь

    молодежь
    ж собир. ἡ νεολαία, οἱ νέοι.

    Русско-новогреческий словарь > молодежь

  • 4 молодняк

    молодняк
    м собир.
    1. (о животных) τά νεογνά, τά νεογέννητα (ζῶα)·
    2. (лес) τό νεαρό δάσος·
    3. разг (молодежь) ἡ νεολαία, οἱ νέοι.

    Русско-новогреческий словарь > молодняк

  • 5 старое

    ста́р||ое
    с τά παλιά, τό παλό:
    приниматься за \староеое ξαναρχίζω τά παλιά·
    4. \староеые мн. (старики):
    \староеые и малые γέροι κα£ νέοι.

    Русско-новогреческий словарь > старое

  • 6 юношество

    юнош||ество
    с
    1. собир. ἡ νεολαία, οἱ νέοι·
    2. (пора) ἡ νεανική (или ἐφηβική) ἡλικία, τά νιάτα.

    Русско-новогреческий словарь > юношество

  • 7 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 8 люди

    людей, людям, людьми, о людях α.
    1. πλθ. του ουσ. человек οι άνθρωποι, ο κόσμος•

    люди доброй воли άνθρωποι καλής θέλησης•

    делать -ям добро κάνω καλό στους ανθρώπους•

    люди говорят ο κόσμος λέει•

    он меня вывел в люди αυτός με έβγαλε στον κόσμο (στην κοινωνία)•

    как много -ей! τι πολύς κόσμος!•

    пришли какие-то люди ήρθαν κάτι άνθρωποι•

    старые люди οι παλαιοί (οι γέροντες)•

    новые люди οι νέοι, νεολαίοι.

    2. στελέχη. || (στρατ.) οι κατώτεροι αξιωματικοί του διοικητή.
    3. παλ. υπηρέτες αρχοντόσπιτου.
    εκφρ.
    на -ях – μπροστά στον κόσμο, μπροστά σε ξένους.
    ουδ.
    άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος «Л».

    Большой русско-греческий словарь > люди

  • 9 молодёжь

    θ. αθρσ. νεολαία, οι νέοι, τα νιάτα, η νεότητα, η νιότη.

    Большой русско-греческий словарь > молодёжь

  • 10 молодняк

    α.
    1. αθρσ. τα μικρά ζώα, τα νεογνά• οι νεοσσοί.
    2. δασάκι, νεαρό δάσος.
    3. η νεολαία, οι νέοι, η νιότη.

    Большой русско-греческий словарь > молодняк

  • 11 новый

    επ., βρ: нов
    -а, -о; новейший.
    1. νέος, καινούριος•

    новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•

    -ое издание νέα έκδοση•

    -ые знакомства καινούριες γνωριμίες•

    новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•

    -ые времена νέοι καιροί•

    -ая жизнь νέα ζωή•

    новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•

    -ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•

    -ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).

    2. πρόσφατος, τελευταίος•

    -ые события τελευταία γεγονότα•

    что -ого? τι το νεότερο;•

    ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.

    3. άγνωστος μέχρι τώρα•

    -ые впечатления νέες εντυπώσεις•

    я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.

    4. μοντέρνος, σύγχρονος•

    новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).

    5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•

    борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.

    εκφρ.
    новый завет – η Καινή Διαθήκη•
    новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•
    - ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•
    вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε).

    Большой русско-греческий словарь > новый

  • 12 парень

    -рня α. παλικάρι, νέος, νιος•

    -и и двки οι νέοι και οι νέες, τα παλικάρια και τα κορίτσια.

    Большой русско-греческий словарь > парень

  • 13 трое

    троих αριθμ. αθρσ. τρεις, τρία. (χρησιμοποιείται για πρόσωπα και ουσ., και μονό για πλθ. αριθμό)•

    трое братьев τρία τρεις νέοι•

    трое суток τρία εικοσιτετράωρα.

    Большой русско-греческий словарь > трое

  • 14 юношество

    ουδ.
    1. οι νεανίες, οι νεαροί, οι νέοι, οι έφηβοι.
    2. βλ. юность (1 σημ.),

    Большой русско-греческий словарь > юношество

См. также в других словарях:

  • νέοι — νέος young masc nom/voc pl νέος young masc/fem nom/voc pl (attic) νέοῑ , νέω swim pres opt act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) νέοῑ , νέω 1 swim pres opt act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) νέοῑ , νέω 2 spin pres opt act 3rd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέοι Επιβάτες — Sp Nèi Epivãtai Ap Νέοι Επιβάτες/Neoi Epivates L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • νεοῖ — νεάω plough up pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) νεόω renovate pres ind mp 2nd sg νεόω renovate pres opt act 3rd sg νεόω renovate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέοι Άγιοι Πάντες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 99 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Νέοι Επιβάτες — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 25 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης …   Dictionary of Greek

  • Νέοι Ψαθάδες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου …   Dictionary of Greek

  • Άγιοι Πάντες Νέοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλαξιδίου …   Dictionary of Greek

  • νέοικον — νέοι masc/fem acc sg νέοι neut nom/voc/acc sg νέοικος newly housed masc/fem acc sg νέοικος newly housed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέοικος — νέοι masc/fem nom sg νέοικος newly housed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»