-
1 компас
[κόμπος] ουσ. α. πυξίδα -
2 компас
[κόμπος] ουσ α πυξίδα -
3 узел
узел 1узла α.1. κόμπος•завязать -ом δένωμε κόμπο•
завязать узел δένω κόμπο•
развязать узел λύνω τον κόμπο.
|| μτφ. περιπλοκή•узел противоречий κόμπος αντιθέσεων.
2. σημείο διασταύρωσης συγκοινωνιακών δρόμων•железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•
узел связи το κέντρο διαβιβάσεων.
3. τα γάγγλια•лимфатический узел τα λεμφογάγγλια•
нервный узел εγκεφαλονωτιαία γάγγλια.
|| εξόγκωμα, οίδημα.4. βοτ. ρόζος, κόμπος• γόνατο.5. ξεχωριστότμήμα μηχανής.6. δέμα, μπόγος. || φιόγγος.7. κότσος (μαλλιών).εκφρ.морской узел – ναυτικός κόμπος (δεσίματος): завязать (связать) узелом ή в узел υποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (κάνωαρνάκι, υποχείριο).узел 2узла α.κόμπος (ωριαία ταχύτητα ενός μιλλίου). -
4 узел
узел м в рази. знач. о κόμπος* железнодорожный \узел о σιδηροδρομικός κόμπος* * *м в разн. знач.ο κόμποςжелезнодоро́жный у́зел — ο σιδηροδρομικός κόμπος
-
5 петля
-
6 загвоздка
загвоздкаж разг ἡ δυσκολία, ὁ κόμπος:вот в чем \загвоздка! ἐδω εἶναι ὁ κόμπος! -
7 мусинг
το κάθαμμα/ο κόμπος στο σκοινί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мусинг
-
8 петля
1. тех. ο βρόχος 2. (сложенная кольцом и завязанная часть нитки, верёвки, концы которой можно затянуть) η θηλιά, ο κόμπος 3. (двери, крышки) η άρθρωση, ο μεντεσές (ξεν.). дверная - της θύρας/πόρτας 4. ав. (мёртвая петля) η ανακύκλωσηразг. το λούπιγκ (ξεν.)5. (для застегивания) η κουμπότρυπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > петля
-
9 штык
1.(земли) η φτυαριά 2. мор. (особый узел) о ναυτικός κόμπος 3. (винтовки, автомата) η λόγχη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штык
-
10 зарыть
зары||тьсов см. зарывать· ◊ вот где собака \зарытьта разг νά ποῦ εἶναι ὁ κόμπος, νά πιό εἶναι τό μυστικό. -
11 подкатить
подкатитьсов, подкатывать несов1. (что-л.) κυλῶ, κατρακυλώ (μετ.):\подкатить бочку κυλῶ τό βαρέλι·2. (быстро подъезжать) разг φτάνω, σταματώ·3. безл:ком подкатил к го́рлу ἔνας κόμπος μοῦ στάθηκε στον λαιμό. -
12 радиоузел
радио||у́зелм ὁ ραδιοφωνικός ὑποσταθμός, ὁ ραδιοφωνικός κόμπος. -
13 собака
собак||аж ὁ σκύλος, τό σκυλί, ὁ κύων:сторожевая \собака τό μαντρόσκυλο· охотничья \собака τό κυνηγόσκυλο, τό λαγωνικό· ◊ \собака на сене οὐτε δικό μου, ὁϋτε δικό σου· уста́л как \собака ψόφησα ἀπό τήν κούραση· вот где \собака зарыта! νά ποῦ εἶναι ὁ κόμπος!· он на этом \собакау съел разг ἔχει μεγάλη πείρα σ'αύτή τή δουλειά· \собакалает \собака ветер но́сит погов. τά σκυλιά γαυγί-ζουν, τό καραβάνι περνάει. -
14 тугби
ту́г||би́прил σφιχτός, τεντωμένος:\тугбиби́ узел ὁ σφιχτός κόμπος· \тугбиая коса ἡ σφιχτοδεμένη πλεξοῦδα· \тугбиая пружина τό σφιχτό ἐλατήριο· ◊ \тугбио́й на ухо разг ὁ βαρήκοος, ὁ βαράκουος, ὁ περήφανος στ' αὐτί. -
15 узел
узелм1. прям., перен ὁ κόμπος, ὁ κόμβος:\узел противоречий о κόμβος τῶν ἀντιθέσεων завязывать \узел δένω κόμπο· завязывать узлом κομποδένω· развязывать \узел λύνω τόν κόμπο·2. (место скрещения, сплетение) ὁ κόμβος:железнодорожный \узел ὁ σιδηροδρομικός κόμβος· \узел дорог ὁ ὁδικός κόμβος·3. (сверток) ὁ μπόγος:\узел с вещами ὁ μπόγος μέ τά πράγματα (μέ τις ἀποσκευές)·4. бот. ὁ ρόζος, ὁ δζος·5. анат.:нервные узлы τά νευρικά γάγγλια· в. (центр) τό κέν-τρον:телефонный \узел τό τηλεφωνικόν κέν-τρον \узел связи воен. κέντρον διαβιβάσεων \узел оборо́ны τό κέντρον ἀμύνης·7. мор. (мера скорости) ὁ κόμβος:8. (прическа) ὁ κότσος:волосы собраны в \узел τά μαλλιά μαζεμένα κότσο· ◊ разрубить гордиев \узел κόβω τόν γόρδιο δεσμό. -
16 загвоздка
[ζαγκβόσκα] ουσ. θ. δυσκολία, κόμπος -
17 загвоздка
[ζαγκβόσκα] ουσ θ δυσκολία, κόμπος -
18 железнодорожный
επ.σιδηροδρομικός•-ые пути σιδηροδρομικές οδοί•
железнодорожный транспорт σιδηροδρομική μεταφορά•
-ая ветка σιδηροδρομική διακλάδωση•
железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•
-ая сеть σιδηροδρομικό δίχτυ.
-
19 загвоздка
-и θ.δυσκολία, δυσχέρεια, κόμπος•в этом вся загвоздка εδώ είναι όλο το κουμπί.
-
20 клубок
-бка α. κουβάρι•разматывать ξετυλίγω το κουβάρι.
-ом σαν κουβάρι•кошка свернулась -ом η γάτα μαζεύτηκε κουβάρι.
|| πλήθος περιπλεγμένο, ανακατεμένο•противоречий πλήθος ανεπίλυτων αντιθέσεων•
клубок событий πλήθος αξεδιάλυτων γεγονότων.
εκφρ.клубок в горле (стоит, застрял, подступил, подкатил(ся) – μου στάθηκε κόμπος ή σπασμός στο λαιμό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κομπός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — din masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κόμπος — ο 1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού. 2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους. 3. σημείο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρόδεσμος — Κόμπος, γνωστός και ως το οχτώ, γιατί έχει το σχήμα του αριθμού 8 και γίνεται στην άκρη σκοινιού. Ανάλογος είναι και ο κόμπος που ονομάζεται ανάσταλμα … Dictionary of Greek
κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπούς — κομπός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπόν — κομπός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμποις — κόμπος din masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)