Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κρασί

  • 1 vin

    κρασί

    Dictionnaire Français-Grec > vin

  • 2 vínečko

    κρασί

    Česká-řecký slovník > vínečko

  • 3 víno

    κρασί

    Česká-řecký slovník > víno

  • 4 wino

    κρασί

    Słownik polsko-grecki > wino

  • 5 вино

    вино с το κρασί, ο οίνος* белое \вино το άσπρο κρασί· красное \вино το κόκκινο κρασί' столовое \вино το επιτραπέζιο κρασί десертное \вино το γλυκό κρασί
    * * *
    с
    το κρασί, ο οίνος

    бе́лое вино́ — το άσπρο κρασί

    кра́сное вино́ — το κόκκινο κρασί

    столо́вое вино́ — το επιτραπέζιο κρασί

    десе́ртное вино́ — το γλυκό κρασί

    Русско-греческий словарь > вино

  • 6 вино

    вино́
    с τό κρασί, ὁ οίνος:
    белое \вино τό ᾶσπρο κρασί· красное \вино τό κόκκινο (или τό μαύρο) κρασί, τό κοκκινέλι· десертное \вино τό γλυκό κρασἴ сухо́е \вино а) τό κρασί σέκ, б) τό μπρούσικο κρασί (о терпком вине)· столовое \вино τό ἐπιτραπέζιο κρασί· разбавленное \вино τό νερωμένο κρασί, τό νοθεμένο κρασί.

    Русско-новогреческий словарь > вино

  • 7 вино

    -а, πλθ. вина ουδ.
    κρασί, οίνος•

    молодое вино το καινούργιο κρασί•

    старое вино παλιό κρασί•

    красное вино το κοκκινέλι•

    сладкое вино γλυκό κρασί•

    пенистое ή играющее вино ο αφρώδης οίνος•

    разбабленное вино νερομένο κρασί.

    Большой русско-греческий словарь > вино

  • 8 виноградный

    виноградный: \виноградныйая лоза το κλήμα, η κληματόβεργα \виноградныйое вино το κρασί από στα φύλι \виноградный сок о χυμός σταφυ λιού \виноградныйые листья τα κλημα τόφυλλα
    * * *

    виногра́дная лоза́ — το κλήμα, η κληματόβεργα

    виногра́дное вино́ — το κρασί από σταφύλι

    виногра́дный сок — ο χυμός σταφυίλιού

    виногра́дные ли́стья — τα κληματόφυλλα

    Русско-греческий словарь > виноградный

  • 9 пьянить

    пьяни||ть
    несов μεθώ, ζαλίζω κάποιον:
    вино его́ \пьянитьт τό κρασί τόν μεθάει, τό κρασί τόν ζαλίζει.

    Русско-новогреческий словарь > пьянить

  • 10 хмельной

    хмел||ьной
    прил
    1. (опьяняющий) μεθυστικός:
    \хмельнойьно́е виво́ κρασί πού ζαλίζει, τό δυνατό κρασί·
    2. (опьяневший) μεθυσμένος, πιωμένος.

    Русско-новогреческий словарь > хмельной

  • 11 масло

    ουδ.
    1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•

    растительное масло λάδι φυτικό•

    сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•

    топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•

    эфирное масло αιθέριο έλαιο•

    хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•

    льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•

    миндальное масло αμυγδαλέλαιο•

    машинное масло λάδι της μηχανής•

    смазочное масло μηχανέλαιο•

    минеральные -а ορυκτέλαια•

    сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•

    коровье масло βούτυρο αγελάδας•

    завод растительных масел ελαιοτριβείο.

    2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.
    εκφρ.
    масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•
    подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•
    как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•
    как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•
    ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•
    кашу -ом не испортишьπαρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει.

    Большой русско-греческий словарь > масло

  • 12 слабый

    επ., βρ: слаб, -а, -о.
    1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•

    слабый удар αδύνατο χτύπημα•

    слабый голос αδύνατη φωνή•

    -ая память αδύνατη μνήμη;•

    слабый ветер ασθενής άνεμος•

    -ое государство ανίσχυρο κράτος.

    2. ασθενικός•

    -ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•

    слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.

    || αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.
    3. μη ισχυρός•

    -ая воля αδύνατη βούληση.

    || ελαφρός•

    слабый табак ελαφρός καπνός•

    -ое вино ελαφρό κρασί.

    4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•

    -ые способности μικρές ικανότητες•

    -ая надежда μικρή ελπίδα•

    -ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•

    -ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•

    слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.

    5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•

    он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.

    6. μικρής ισχύος, μικρός•

    слабый мотор μικρό μοτέρ•

    -ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.

    εκφρ.
    - ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•
    - ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•
    слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος.

    Большой русско-греческий словарь > слабый

  • 13 угостить

    -ощу, -остишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. угощённый, βρ: угоститьщн, -щена, -щено
    ρ.σ. (με οργν.).
    1. φιλεύω, κερνώ• τρατάρω• φιλοδωρώ•

    угостить обедом προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι•

    угостить вином κερνώ κρασί.

    2. μτφ. (σχήμα ο-ξύμορο) δίνω• угостить кого-н. пинком δίνω σε κά-ποιν κλωτσιά•

    угостить кулаком кого–нибудь φιλεύω κάποιον μια γροθιά.

    με φιλεύει, με κερνά•

    я -лся вином με κέρασαν κρασί.

    Большой русско-греческий словарь > угостить

  • 14 вино

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вино

  • 15 сортовой

    1. (относящийся к определённому сорту) ποιοτικός 2. (связанный с принадлежностью к определённому сорту) της ποικιλίας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сортовой

  • 16 столовый

    1. (предназначенный для обеденного стола) του τραπεζιού
    του φαγητού
    επιτραπέζιος
    2. геогр. 3. астр.
    - ая гора ο αστερισμός Τράπεζα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > столовый

  • 17 бордо

    бордо I
    с нескл. (вино) τό μπορντό, τό βορδώ, τό μαύρο κρασί.
    бордо́ II
    прил нескл. (цвет) τό βαθυκόκκινο[ν] χρώμα.

    Русско-новогреческий словарь > бордо

  • 18 виноградный

    виноград||ный
    прил
    1. (относящийся к лозе) κλημάτινος, κληματένιος:
    \виноградныйная лоза τό ἀμπελοκλάδι, ἡ κλημα-τσίδα, ἡ κληματόβεργα· \виноградныйные листья τά ἀμπελόφυλλα, τά κληματόφυλλα·
    2. (от-носящийся к ягодам) σταφυλενιος:
    \виноградныйный сок ὁ χυμός τοῦ σταφυλιοῦ· \виноградныйное су́сло ὁ μοῦστος, τό γλεῦκος· \виноградныйная кисть τό τσαμπί, ὁ βότρυς· \виноградныйное виио τό κρασί, ὁ οίνος· \виноградныйный у́ксус τό σταφυλόξυδο.

    Русско-новогреческий словарь > виноградный

  • 19 воздержаться

    воздержаться
    сов, воздерживаться несов ἀπέχω:
    \воздержаться от голосования ἀπέχω τῆς ψηφοφορίας· \воздержаться от вина ἀποφεύγω τό κρασί, воздеть сов см. воздевать. вэздух м ὁ ἀ(γ)έρας, ὁ ἀήρ:
    сжатый \воздержаться ὁ πεπιεσμένος ἀέρας· жидкий \воздержаться физ. ρευστός ἀέρας· на открытом \воздержатьсяе στό ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα, σέ ἀνοικτό χώρο.

    Русско-новогреческий словарь > воздержаться

  • 20 выдержанный

    выдержанн||ый
    ἡ рил.
    1. (о характере) ἐγκρατής, συγκρατημένος, κύριος τοῦ ἐαυτοῦ του·
    2. (последовательный) συνεπής·
    3. (о продуктах, материале и т. п.):
    \выдержанныйое вино́ παλιό κρασί· \выдержанныйый табак παλιός καπνός.

    Русско-новогреческий словарь > выдержанный

См. также в других словарях:

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — το 1. οίνος. 2. φρ., «Bάλε νερό στο κρασί σου», να μετριάσεις τις αξιώσεις σου. 3. η παροιμία «κρασί σε πίνω για καλό κι εσύ με πας στον τοίχο» λέγεται γι αυτούς που μεθάνε και παραπαίουν ή κάνουν κακές πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρασί — κρᾱσί , κράς head fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφάλιος — α, ο (Α νηφάλιος, ία, ον, θηλ και ος) 1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος 2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός αρχ. 1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • οινίζω — (I) οἰνίζω (Α [οίνος] 1. μοιάζω με κρασί, έχω γεύση, οσμή ή χρώμα κρασιού 2. μέσ. οἰνίζομαι α) παίρνω κρασί με ανταλλαγή, ανταλλάσσω κάτι με κρασί («οἰνίζοντο... Ἀχαιοὶ ἄλλοι μὲν χαλκῷ ἄλλοι δ αἴθωνι σιδήρῳ», Ομ. Ιλ.) β) αγοράζω κρασί («οἶνον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ευοίνιστος — εὐοίνιστος, ον (Α) αυτός που τελείται με καλό κρασί ή που παρασκευάζεται από καλό κρασί («εὐοινίστοις ἐπιλοιβαῑς» με σπονδές από καλό κρασί, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οινίζω «μοιάζω με κρασί»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»