-
1 виночерпий
-я α.παλ. οινοχόος. || κεραστής. -
2 Antlered
adj.P. and V. κερασφόρος (Plat.), V. εὔκερως.With masc. subs.: V. κεράστης.With fem. subs.: V. κεραστίς, κεροῦσσα.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Antlered
-
3 Horned
adj.P. and V. κερασφόρος (Plat.), V. κεράστης, εὔκερως, εὔκραιρος, κεροφόρος.fem. adj., V. κεραστίς, κεροῦσσα (Soph., frag. and Eur., frag.).Horned like an ox: V. βούκερως (Soph., frag.).He made sore havoc of the horned beasts: V. ἔκειρε πολύκερων φόνον (Soph., Aj. 55).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Horned
См. также в других словарях:
κεραστής — one that mixes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράστης — horned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… … Dictionary of Greek
κεραστής — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… … Dictionary of Greek
κεραστής — ο αυτός που κερνάει ποτά: Ο κεραστής απόθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραστῶν — κεράστης horned masc gen pl κεραστής one that mixes masc gen pl κεραστός mixed fem gen pl κεραστός mixed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράσται — κεράστης horned masc nom/voc pl κεράστᾱͅ , κεράστης horned masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερασταί — κεραστής one that mixes masc nom/voc pl κεραστός mixed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραστοῦ — κεραστής one that mixes masc gen sg κεραστός mixed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραστίδα — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραστίδος — κεράστης horned fem gen sg κεραστίς horned fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)