-
1 κατανεμω
(aor.: med. κατενειμάμην - pass. κατενεμήθην)1) разделять, расчленять, разбивать(τοὺς δήμους εἰς τὰς δέκα φυλάς Her.; τέν νῆσον δέκα μέρη Plat.; τὸ στράτευμα δώδεκα μέρη Xen.; τὸ πλῆθος ἐν συσσιτίοις Arst.)
; med. разделять между собой(γῆν πᾶσαν Plat.)
2) выделять, причислять, назначать(τινὰ εἰς τέν προσήκουσαν τάξιν Aeschin.)
κ. θέαν τινί Dem. — отводить кому-л. место на зрелище3) распределять под выпас, раздавать для пастьбы(τέν χώρην Αἰγυπτίοισι Her.; ἱερὰν χώραν βοσκήμασι Dem.)
; захватывать под пастбища, стравливать скоту(τέν χώραν τινός Isocr.)
4) med. ( о скоте) объедать, стравливать(χώραν Babr.)
5) med.-pass. перен. (о болезнях) пожирать, распространяться(νόσος κατανεμηθεῖσα τοῦ σώματος или τὸ σῶμα Plut.)
-
2 κατανέμω
-
3 κατανέμω
[каганэмо] ρ распределять. -
4 προσκατανεμω
1) сверх того распределять, раздавать(Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Plut.)
2) дополнительно учреждать(δευτέραν βουλήν Plut.)
См. также в других словарях:
κατανέμω — κατανέμω, κατένειμα βλ. πίν. 125 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατανεμῶ — κατανέμω distribute fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… … Dictionary of Greek
κατανέμω — κατένειμα και κατάνειμα, κατανεμήθηκα, κατανεμημένος, διαιρώ κάτι σε μέρη, διαμοιράζω: Ο στρατός κατανεμήθηκε σε τρεις φάλαγγες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατανέμετε — κατανέμω distribute pres imperat act 2nd pl κατανέμω distribute pres ind act 2nd pl κατανέμω distribute imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανέμῃ — κατανέμω distribute pres subj mp 2nd sg κατανέμω distribute pres ind mp 2nd sg κατανέμω distribute pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακατανέμω — κατανέμω εκ νέου, ενεργώ ανακατανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατανέμω. ΠΑΡ. ανακατανομή] … Dictionary of Greek
κατανειμαμένων — κατανέμω distribute aor part mid fem gen pl κατανέμω distribute aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανειμάμενον — κατανέμω distribute aor part mid masc acc sg κατανέμω distribute aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεμηθέντα — κατανέμω distribute aor part pass neut nom/voc/acc pl κατανέμω distribute aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεμομένων — κατανέμω distribute pres part mp fem gen pl κατανέμω distribute pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)