Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καίομαι

  • 1 εκάην

    αόρ. от καίομαι

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκάην

  • 2 καίγω

    см. καίω;

    καίγομαι см. καίομαι;

    § καίγεται η καρδιά μου — у меня сердце разрывается;

    καρφί δεν τού καίγεται! — ему хоть бы что!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καίγω

  • 3 καίω

    (αόρ. έκαυσα и έκαψα, παθ. αόρ. (ε)κάηκα и εκάην) 1. μετ.
    1) жечь, сжигать;

    καίω ξύλα — жечь дрова;

    καίω τό σπίτι — сжечь дом;

    ο ήλιος έκαψε τα φύλλα солнце сожгло листву;

    καίω βενζίνη ( — о машине) работать на бензине;

    καίπολύ φως — жечь много света;

    2) топить (печь);
    3) обжигать, жечь, вызывать ощущение жжения;

    τό πιπέρι καίει τη γλώσσα — перец жжёт язык;

    4) причинять боль, страдание; губить;
    τον έκαψες ты его погубил; 2. αμετ. 1) гореть, пылать;

    η φωτιά καίει — огонь горит;

    η σόμπα (τό καντήλι) καίει — печка (свечи) горит;

    τό κεφάλι καίει — голова горит;

    τα χέρια καίνε руки горит;
    2) палить, печь, обжигать;

    ο ήλιος καίει — солнце печёт;

    καίομαι

    1) — гореть, пылать;

    2) сгорать полностью;
    3) прогорать (о дровах); 4) прям. перен. обжигаться; § κάηκα! я пропал!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καίω

См. также в других словарях:

  • καίομαι — καίω kindle pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • επαίθομαι — ἐπαίθομαι (Α) καίομαι …   Dictionary of Greek

  • θυμιώ — θυμιῶ, άω (Α) 1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.) 2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα 3. καπνίζω κάτι για απολύμανση 4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 5. παθ. θυμιῶμαι, άομαι α) καίομαι β) μεταβάλλομαι σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ ιώ …   Dictionary of Greek

  • καήλα — και καΐλα, η 1. το συναίσθημα από την καύση, καύμα, κάψιμο 2. υπερβολική ατμοσφαιρική θερμότητα, καύσωνας 3. φλόγωση, θέρμη, πυρετός 4. ισχυρό λυπηρό συναίσθημα, στενοχώρια 5. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκάη (αόρ. τού καίομαι) +… …   Dictionary of Greek

  • καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… …   Dictionary of Greek

  • καντήλα — η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη) η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών νεοελλ. 1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί 2. φουσκάλα τού δέρματος με πύο ή υγρό, που …   Dictionary of Greek

  • καίγομαι — 1 → δες καίω 2 κάηκα, καμένος βλ. πίν. 162 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καίω — καίω, έκαψα βλ. πίν. 161 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρπάζω — και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ. 1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε. 2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο. 3. λεηλατώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαμπαδιάζω — λαμπάδιασα, λαμπαδιασμένος, αμτβ., βγάζω φλόγες, καίομαι: Η αποθήκη λαμπάδιασε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»