-
1 гладкий
гладкий λείος (полирован ный)' ίσιος, ομαλός, στρωτός (ровный)* * *λείος ( полированный); ίσιος, ομαλός, στρωτός ( ровный) -
2 закругленный
закругл||енный1. прич. от закруглить·2. прил στρογγυλός / тк. перен στρωτός. -
3 складный
складныйприл разг1. (стройный) λεβεντόκορμος, καλοκαμωμένος, λυγερός·2. (о речи, рассказе и т. п.) στρωτός, εὔρυθμος. -
4 настильный
επ.1. επιστρωμένος•-ая дорога επιστρωμένος δρόμος.
2. (στρατ.) στρωτός•огонь στρωτά πυρά (χαμηλού ύψους).
3. (αθλτ.) ομαλός. -
5 нормальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. κανονικός, ομαλός, στρωτός φυσικός, φυσιολογικός•-ая температура κανονική θερμοκρασία•
нормальный рост κανονικό ανάστημα•
при -ых условиях με ή σε κανονικές συνθήκες.
2. σώος (τας φρένας), ισορροπημένος. -
6 плавный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноομαλός, κανονικός, στρωτός• φυσικός, φυσιολογικός, τακτικός, ρυθμικός, ισόχρονος• αρμονικός.εκφρ.- ые согласные – τα υγρά σύμφωνα (λ, ρ). -
7 складный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. καλοκαμωμένος, εύσωμος, ευσώματος.2. (για λόγο) ομαλός, στρωτός• ρυθμικός. || (μουσ.) αρμονικός.3. καλός, ευνοίκός. || άνετος, βολικός. -
8 скользящий
επ. από μτχ.1. γλιστερός, ολισθερός.2. μτφ. ομαλός, στρωτός•-ая походка στρωτό βάδισμα.
3. μεταβαλλόμενος, εναλλασσόμενος, ευμετάβλητος• ασταθής.
См. также в других словарях:
στρωτός — spread masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτός — ή, ό / στρωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» ίσια μαλλιά χωρίς… … Dictionary of Greek
στρωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. στρωμένος. 2. κανονικός, ομαλός: Τους έδωσε να μεταφράσουν ένα στρωτό κείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρωτά — στρωτός spread neut nom/voc/acc pl στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc/acc dual στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῖς — στρωτός spread masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῖσι — στρωτός spread masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῦ — στρωτός spread masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτούς — στρωτός spread masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
φυλλόστρωτος — ον και φυλλοστρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ. β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαμαίστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος καταγής αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος χαμαιστρωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek