-
1 сутунка
η επίπεδη χαλύβδινη ράβδος (πάχους από 4 έως 22 χιλ., πλάτους από 150 έως 730 χιλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сутунка
-
2 до
I до свидания! γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο! καλή αντά μωση (до встречи) II до 1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε до десяти часов утра μέχρι τις δέκα το πρωί от пяти до десяти часов вечера από τις πέντε με δέκα το βράδυ до сих пор ως τώρα (о времени), ως εδώ (о расстоянии)' до тридцати человек μέχρι τριάν τα άτομα дети до 16 лет τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών 2) (прежде, перед) πριν, προ до нашего прихода πριν να ρθούμε; до нашей эры προ Χριστού* * *1) ως, έως, μέχρι, ίσαμεдо десяти́ часо́в утра́ — μέχρι τις δέκα το πρωί
от пяти́ до десяти́ часо́в ве́чера — από τις πέντε με δέκα το βράδυ
до сих по́р — ως τώρα ( о времени), ως εδώ ( о расстоянии)
до тридцати́ челове́к — μέχρι τριάντα άτομα
де́ти до 16 лет — τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών
2) (прежде, перед) πριν, προдо на́шего прихо́да — πριν να ρθούμε
до на́шей э́ры — προ Χριστού
-
3 пора
пор||а I ж1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:\пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.пора II ж ὁ πόρος. -
4 барк
мор. о μυοδρόμωνας, το μπάρκο, η γαμπάρα (ιστιοφόρο με τρείς έως πέντε ιστούς).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барк
-
5 вельбот
1. (китобоец) η φαλαινίδα, το φαλαινοθηρικό (το σκάφος που χρησιμοποιείται για φαλαινοθυρία) 2. (шлюпка) η γρήγορη κωπηλάτη λέμβος (έως 8 κουπιά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вельбот
-
6 катанка
(горячекатаная проволока) το σύρμα της έλασης (με διάμετρο από 5 έως 10 χιλιοστά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катанка
-
7 облако
το νέφ/ος, η νεφέλη, разг. το σύννεφοвходить в - а ав. εισέρχομαι/μπαίνω στα - ηвыходить из - ов ав. εξέρχομαι/βγαίνω από τα - ηнад - ами ав. πάνω από τα - ηпокрытый - ами νεφοσκεπής, νεφελοσκεπήςпробивать - а ав. διαπερνώ τα - ηкометное астр. - του ΌορτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облако
-
8 обтачивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обтачивать
-
9 отмена
η ακύρωσηη κατάργησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отмена
-
10 плантаж
(с.-х) η βαθιά άροση (από 40 έως 80 εκ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плантаж
-
11 абордажный
абордаж||ныйприл τής προσόρμησης [-εως]:\абордажныйный крюк ἡ ἀρπάγη, ὁ γάντζος. -
12 активист
активистм τό ἐνεργό[ν] μέλος ὀργάνωσης [-εως], τό στέλεχος. -
13 анархия
анархияж1. ὁ ἀναρχισμός;2. перен ἡ ἀκαταστασία, ἡ ἔλλειψη [-ις] τάξης [-εως]. -
14 вплоть
вплоть(до) нареч ὠς, ἕως τό, μέχρι, ἴσαμε:\вплоть до вечера... ὡς τό βράδυ... -
15 впредь
впредьнареч στό μέλλον, στό ἐξής, ἀπό τώρα καί στό ἐξής, ἀπό τούδε καί εἰς τό ἐξης, τοῦ λοιπού:\впредь до... ἐως δτου... -
16 всё
все Iср. от весь.все IIнареч I. (всегда, все время) πάντοτε, πάντα, ὅλη τήν ὠρα, ὅλο[ν] τόν καιρό[ν]:он \всё в разъездах ὅλο τόν καιρό ταξιδεύει·2. (до сих пор) ἀκόμα, ἔτι, ὡς τώρα, ἐως τώρα:\всё еще ἀκόμα·3. (при сравнит, ст.)· ὅλο καί περισσότερο[ν], ὅλο καί πιό πολύ:\всё дальше ὅλο καί πιό μακρυά· \всё лучше ὅλο καί καλλίτερα· ◊ (а) все, все же μ' ὅλα ταῦτα, παρ' ὅλα αὐτά. -
17 вылежаться
вылежать||ся1. ξεκουράζομαι ξαπλωμένος, μένω ξαπλωμένος / μένω στό κρεββάτι (ἕως ὀτου γίνω καλά) (о больном)·2. (о фруктах) ὠριμάζω. -
18 до
до Iпредлог с род. п.1. ὠς, ἐως:от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·4. (при указании степени чего-л.):я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.до IIс нескл. муз. τό ντό. -
19 достучаться
достучатьсясов χτϋπω τήν πόρτα[ν] ἕως ὅτου νά μ'ἀκούσουν, χτυπῶ τήν πόρτα[ν] ὡς πού νά μ'άνοίξουν:не могу́ \достучаться χτυπῶ καί δέν μοῦ ἀνοίγουν. -
20 многотиражка
многотираж||каж разг ἡ ἐφημερίδα ἐπιχείρησης [-εώς].
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
έως — πρόθ., ίσαμε, ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek