Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

επίσης

  • 1 επισης

        ( правильнее ἐπ΄ ἴσης) adv. (sc. μοίρας) одинаково, наравне, с равным успехом

    Древнегреческо-русский словарь > επισης

  • 2 επίσης

    επίρρ.
    1) так же, равным образом;

    αγαπώ τα ψάρια και τα φρούτα επίσης — я одинаково люблю рыбу и фрукты;

    2) также, кроме того; тоже;

    μην ξεχάσεις επίσης να τού πείς... — не забудь также сказать ему...;

    κι' αυτός επίσης θα έλθει — он тоже придёт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίσης

  • 3 επίσης

    [эписис] επίρ так же, одинаково.

    Эллино-русский словарь > επίσης

  • 4 α(i)

    (α) επιφ. (выражает радость, горе, восторг, удивление, боль, страх и т.п.) а!, ах!, ох!, эх!, ай!, ой!;
    α! μα (εσύ) δεν υποφέρεσαι ах, ты невыносим!; α! τι κρίμα ах, какая жалость!; и! τρόμαξα ах, как я испугался!; α! τι ωραία μέρα! ах, какой чудесный день!; и! ήρθες επί τέλους! а, наконец-то ты пришёл!; и ναι, ξέχασα επίσης να σας πω... ах, да! я ещё забыл вам сказать...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > α(i)

  • 5 α(i)

    (α) επιφ. (выражает радость, горе, восторг, удивление, боль, страх и т.п.) а!, ах!, ох!, эх!, ай!, ой!;
    α! μα (εσύ) δεν υποφέρεσαι ах, ты невыносим!; α! τι κρίμα ах, какая жалость!; и! τρόμαξα ах, как я испугался!; α! τι ωραία μέρα! ах, какой чудесный день!; и! ήρθες επί τέλους! а, наконец-то ты пришёл!; и ναί, ξέχασα επίσης να σας πω... ах, да! я ещё забыл вам сказать...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > α(i)

  • 6 καθώς

    1. επίρρ. как;

    έκαμα καθώς μού είπες — я сделал так, как ты мне сказал;

    2. σύνδ. как только, когда;

    καθώς τον είδα — как только я его увидел;

    καθώς μπαίνεις — как войдёшь;

    § καθώς επίσης, καθώς καί — а также;

    καθώς καί οι φίλοι του — а также и его друзья;

    καθώς πρέπει — а) как следует; — б) великолепный; — что надо- (разг);

    κυρία καθώς πρέπει — женщина что надо;

    καθώς φαίνεται — как видно, видимо, как кажется

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθώς

См. также в других словарях:

  • ἐπίσης — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσης — (AM ἐπίσης και ἐπ’ ἴσης) επίρρ. εξίσου, με τον ίδιο τρόπο νεοελλ. 1. επί πλέον, προς τούτοις («θέλω επίσης να μού φέρεις...») 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει ομοιότητα απόψεων, επιθυμιών κ.λπ. («κι εγώ επίσης») ή σε ανταπόδοση ευχών («καλή… …   Dictionary of Greek

  • επίσης — επίρρ. τροπ. 1. σε ίσο βαθμό, εξίσου, όμοια: Του αρέσει πολύ η επιστήμη του και η ποίηση επίσης. 2. επιπλέον: Άκου επίσης κι αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»