-
1 δηλώνω
(αόρ. (ε)δήλωσα и εδήλησα)1) заявлять, делать заявление, декларировать; ο υπουργός εδήλωσε... министр заявил...;δηλώνω ουδετερότητα — заявить о нейтралитете;
2) заявлять (в таможенной декларации);3) регистрировать, оформлять (брак, новорождённого, имущество и т. п.); 4) показывать, проявлять себя (чаще с отрицательной стороны);αυτό δηλώνει ανικανότητα του — этим он показывает свою неспособность, свою несостоятельность;
§ εδήλωσε (или εδήλησε) τ' όνειρο сон в руку -
2 δηλώνω
[дилоно] р. заявлять, объявлять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δηλώνω
-
3 δηλώνω
[дилоно] -
4 δηλώ
-
5 έμφαση
[-ις (-εως)] η1) выразительность, экспрессивность; сила; 2) энергичное, решительное выражение; δηλώνω μετ' εμφάσεως решительно заявить; 3) напыщенность; 4) лингв, эмфаза -
6 κατηγορηματικά
κπίρρ. категорически; решительно;αρνούμαι (δηλώνω) κατηγορηματικά — категорически отрицать (заявлять)
-
7 ουδετερότητα
[-ης (-ητος)] η нейтралитет, нейтральность;θετική (ενεργός) ουδετερότητα — позитивный (активный) нейтралитет;
δηλώνω ουδετερότητα — заявлять о своём нейтралитете
-
8 υποταγή
η1) подчинение; покорение, порабощение;δηλώνω υποταγή — покоряться, признавать себя побеждённым;
έχει ολόκληρο κόσμο στην υποταγή του — под его властью находится много людей;
2) послушание; повиновение; покорность, раболепство -
9 ψηφοφορία
η голосование, баллотировка;μυστική ψηφοφορία — тайное голосование;
φανερά ( — или ανοιχτή) ψηφοφορία — открытое голосование;
βάζω σε ψηφοφορία — или θέτω εις ψηφοφορίαν — ставить на голосование;
απέχω της ψηφοφορίας ( — или απ' την ψηφοφορία) — или κάνω ( — или δηλώνω) αποχή από την ψηφοφορία — воздерживаться от голосования
См. также в других словарях:
δηλώνω — δηλώνω, δήλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… … Dictionary of Greek
δηλώνω — δήλωσα, δηλώθηκα, δηλωμένος 1. αναφέρω, φανερώνω, κάνω κάτι γνωστό: Πρέπει να δηλώσεις στην εφορία όλη την ακίνητη περιουσία σου. 2. δείχνω,σημαίνω, έχω αυτό το νόημα: Οι πράξεις του δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που δηλώνουν τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek
καταφατίζω — (Α) δηλώνω, υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φατίζω «δηλώνω, υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
παρεμφαίνω — ΝΑ [εμφαίνω] φανερώνω κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο («τὴν αὑτοῡ παρεμφαῑνον ὄψιν», Πλάτ.) νεοελλ. υποδηλώνω, υποσημαίνω αρχ. 1. δηλώνω, δείχνω, παρουσιάζω («κακοἡθως δὲ παρεμφαίνουσιν οἱ κωμικοί», Πλούτ.) 2. (για οσμή) μοιάζω («παρεμφαίνειν ὀσμήν … Dictionary of Greek
προδηλώ — όω, Α 1. καθιστώ κάτι φανερό εκ τών προτέρων 2. δηλώνω σαφώς, πλήρως 3. δίνω από πριν οδηγίες, υποδείξεις σε κάποιον να κάνει κάτι 4. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προδηλούμενος, ένη, ον (σχετικά με πρόσ.) αυτός που προαναφέρθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… … Dictionary of Greek
προδιασημαίνομαι — Μ δηλώνω κάτι εκ τών προτέρων («ἀρκοῡντα προδιασημηνάμενος τοῑς πειρωμένοις παίζειν ἐν οὐ παικτοῑς», Ακτουάρ. Ιωάνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασημαίνω «δηλώνω, φανερώνω κάτι με σήματα»] … Dictionary of Greek
προσδηλώ — όω, Α δηλώνω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δηλῶ «δηλώνω»] … Dictionary of Greek
συνεπιδηλώ — όω, Μ δηλώνω φανερά μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδηλῶ «δηλώνω φανερά»] … Dictionary of Greek
αδήλωτος — η, ο [δηλώνω] 1. αφανέρωτος, ανέκφραστος, ενδόμυχος 2. αυτός που δεν δηλώθηκε, για προϊόντα ή εμπορεύματα που έπρεπε κατά τον νόμο να δηλωθούν ή για πρόσωπα που δεν καταγράφηκαν στα δημοτικά, στρατιωτικά ή άλλα επίσημα μητρώα … Dictionary of Greek