-
1 δασμος
ὅ1) раздел, дележ HH., Hes.ἤν ποτε δ. ἵκηται Hom. — если дело доходит до дележа (добычи)
2) налог, дань(δασμὸν τίνειν Soph. или φέρειν, ἀποφέρειν и ἀποδιδόναι Xen.)
οἱ γιγνόμενοι δασμοί ἐκ τῶν πόλεων Xen. — собранная с городов дань;οἱ τὸν δασμὸν ἀπάξοντες Plut. — сборщики дани;σκληρᾶς ἀοιδοῦ δ. Soph. — дань жестокому певцу, т.е. кровожадному Сфинксу -
2 δασμός
ο1) налог; 2) пошлина;εισαγωγικός δασμός — ввозная пошлина
-
3 δασμός
[дасмос] ουσ. а. пошлинаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δασμός
-
4 δασμός
[дасмос] ουσ α пошлина. -
5 αδασμος
-
6 αποδασμος
-
7 ετειος
-
8 ικνεομαι
(impf. ἱκνούμην, fut. ἵξομαι, aor. 2 ἱκόμην с ῑ, pf. ἷγμαι)1) приходить, прибывать(τινα, μετά или ἔς τινα Hom.; Ὄλυμπον и ἐς Ὄλυμπον, νῆας и ἐπὴ νῆας, κατὰ λειμῶνα, ποτὴ и ὑπὸ πτόλιν, προτὴ ἄστυ Hom.; γαῖαν Pind.; ἄλσος Aesch., Eur.)
ἐφ΄ ἵππων βάντες μετεκίαθον, αἶψα δ΄ ἵκοντο Hom. — (стражи), вскочив на коней, понеслись и вмиг примчались;πεζὸν ἱκέσθαι Hom. — прийти пешком;οὐχ ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Hom. — не вернуться с войны;τέλος ἱκνεύμεναι μύθων Hom. — довести речь до конца;ἱ. ἐς λόγους τινός Soph. — вступить в беседу с кем-л.2) доходить, доставать, достигать, касаться(ποσὴν οὖδας Hom.)
οὐδ΄ ὀστέον ἵκετο Hom. — (кабан зубами) не задел кости;ὅτε καπνὸς αἰθέρ΄ ἵκηται Hom. — когда дым поднимается до неба;ἐς πόλιν ἵκετ΄ ἀϋτή Hom. — шум достиг города;ἥβην или ἥβης μέτρον ἱ. Hom. — достигнуть юношеского возраста;ἠῶ ἱ. Hom. — дожить до утра;αὐτὸς ἐνθάδ΄ ἵξομαι Soph. — я сам приду к этому, т.е. мне самому предстоит это;ἤν ποτε δασμὸς ἵκηται Hom. — когда дело доходит до дележа3) приходить с мольбой, умолять, молить(θεὸν θυέεσσιν Theocr.)
γοῦνά τινος ἱ. Hom. — припадать с мольбой к чьим-л. коленям;Ζῆνα ἱξόμεσθα σὺν κλάδοις Aesch. — мы пойдем с (масличными) ветвями молить Зевса;ἀπόδος, ἱκνοῦμαι σε Soph. — верни (мой лук), прошу тебя;ἐᾶτέ μ΄ ὧδ΄ ἀλύειν, ἱκνοῦμαι! Soph. — оставьте меня предаваться этому горю, умоляю4) попадать(ἐς χεῖράς τινος Hom.)
ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Hom. — все, что ни попадало в (их) руки5) идти, следовать, гнаться(μετὰ κλέος Ἀχαιῶν Hom.)
6) ( о чувствах) овладевать, охватывать, наполнять(φρένας, τινὰ θυμόν или κραδίην Hom.)
ποτ΄ Ἀχιλλῆος ποθέ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν Hom. — когда-нибудь найдет на ахейцев тоска по Ахиллу7) (impers., praes. и impf., редко fut.) приличествовать, подобать, соответствовать, подходитьδικάζειν ἐς τὸν ἱκνέεται ἔχειν αὐτήν Her. — решать, кому следует жениться на ней (наследнице отцовского имущества);
τοῦ ἑτέρου φαμὲν ἡμέας ἱκνέεσθαι ἡγεμονεύειν Her. — мы утверждаем, что командование другим (флангом) должно быть за нами - см. тж. ἱκνεύμενος -
9 εισαγωγικός
η, ό[ν]1) вводящий; вступительный, вводный, предварительный;εισαγωγικές εξετάσεις — вступительные экзамены;
εισαγωγικό μάθημα — вводное занятие;
εισαγωγικός λόγος — или εισαγωγική ομιλία — вступительное слово;
2) ввозной, импортный;εισαγωγικό εμπόριο — импорт;
εισαγωγικός δασμός — или εισαγωγικά τέλη — ввозная пошлина
-
10 εξαγωγικός
η, ό[ν]1) экспортный, относящийся к экспорту;εξαγωγικός δασμός — пошлины на вывозимые товары;
2) вынимающий, извлекающий;εξαγωγικό μηχάνημα — экстрактор
-
11 τελωνειακός
η, ό[ν] 1. таможенный;τελωνειακός δασμός — таможенная пошлина;
τελωνειακός υπάλληλος (έλεγχος) — таможенный служащий (досмотр);
2. таможенник, таможенный досмотрщик -
12 dạ-so-mo
subst. nom. sg. PY Wa 730: dasmos 'распределение, раздача', ср. δάσμος 'раздел, дележ; налог, дань'.
См. также в других словарях:
δασμός — division of spoil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
δασμός — ο φόρος που καταβάλλεται για εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα: Τα κράτη της Eυρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταργήσει τους μεταξύ τους δασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασμοῖς — δασμός division of spoil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοί — δασμός division of spoil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοῦ — δασμός division of spoil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμούς — δασμός division of spoil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμῶν — δασμός division of spoil masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμῷ — δασμός division of spoil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμόν — δασμός division of spoil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγιο — το 1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται 2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» αυτό που… … Dictionary of Greek