Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δαπάνες

  • 1 απαιτώ

    (ε) μετ.
    1) требовать; домогаться; предъявлять претензии;

    απαιτώ αποζημίωση — требовать возмещения убытков;

    2) требовать; быть сопряжённым (книжн.);

    απαιτώ μεγάλες δαπάνες — быть сопряжённым с большими расходами;

    απαιτοδμαι — требоваться, быть нужным, необходимым

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απαιτώ

  • 2 απαντώ

    (α) 1. μετ.
    1) отвечать; 2) встречать, натыкаться; 3) справляться;

    απαντώ στίς δαπάνες μου — или απαντ τα έξοδα μου — справляться со (своими) расходами; — покрывать расходы;

    4) присматривать, заботиться; охранять;

    δεν έχω ποιός να μού απαντα τα παιδιά — у меня нет никого, кто бы мог присматривать за детьми;

    2. αμετ. встречаться, употребляться, иметься (в текстах, фразах и т. п.);

    η λέξη απαντά και εις τον Ηρόδοτον — это слово встречается и у Геродота

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απαντώ

  • 3 δαπάνη

    η, δαπάνημα τό расход, затрата;

    πολεμικές δαπάνες — военные расходы;

    δαπάνη χρόνου — расход времени;

    § ιδία δαπάνη — за свой собственный счёт;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δαπάνη

  • 4 περιθώριο(ν)

    τό
    1) поле, поля (книги и т. п.);

    στο περιθώριο(ν) ( — замётки) на полях;

    2) рамки; запас, резерв; предел;

    περιθώριο(ν) ασφαλείας — запас прочности;

    δεν μας παίρνει το περιθώριο(ν) — обстоятельства не позволяют...;

    3) перен.:

    οι αποδοχές του δεν αφήνουν περιθώριο(ν) γιά πρόσθετες δαπάνες — его зарплата не допускает лишних затрат;

    δεν έχουμε κανένα περιθώριο(ν) γιά υποχωρήσεις — отступать некуда;

    § θέτω ( — или βάζω) στο περιθώριο(ν) — отстранять; — уда- лять; — оттеснять;

    ζω στο περιθώριο(ν) — а) жир в безвестности; — удалиться от дел; — б) замкнуться в себе;

    στο περιθώριο(ν) της ζωής — вдали от жизни

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιθώριο(ν)

  • 5 περιθώριο(ν)

    τό
    1) поле, поля (книги и т. п.);

    στο περιθώριο(ν) ( — замётки) на полях;

    2) рамки; запас, резерв; предел;

    περιθώριο(ν) ασφαλείας — запас прочности;

    δεν μας παίρνει το περιθώριο(ν) — обстоятельства не позволяют...;

    3) перен.:

    οι αποδοχές του δεν αφήνουν περιθώριο(ν) γιά πρόσθετες δαπάνες — его зарплата не допускает лишних затрат;

    δεν έχουμε κανένα περιθώριο(ν) γιά υποχωρήσεις — отступать некуда;

    § θέτω ( — или βάζω) στο περιθώριο(ν) — отстранять; — уда- лять; — оттеснять;

    ζω στο περιθώριο(ν) — а) жир в безвестности; — удалиться от дел; — б) замкнуться в себе;

    στο περιθώριο(ν) της ζωής — вдали от жизни

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιθώριο(ν)

См. также в других словарях:

  • δημόσιες δαπάνες — Τα ποσά που δαπανά το κράτος στα πλαίσια της δημοσιονομικής του δραστηριότητας για την υλοποίηση των σκοπών του. Τα ποσά αυτά αποκτώνται κυρίως από τους φόρους που επιβάλλει το κράτος στους πολίτες. Για τη συμπλήρωσή τους ανατρέχει και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοδάπανος — η, ο (ΑM μεγαλοδάπανος, ον) αυτός που κάνει μεγάλες δαπάνες, πολυδάπανος νεοελλ. μσν. αυτός που απαιτεί μεγάλες δαπάνες, δαπανηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δάπανος (< δαπάνη), πρβλ. πολυ δάπανος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»