-
1 απέξω
επίρρ.1) снаружи, извне; 2) наизусть -
2 απέξω
[апэксо] εκίρ. снаружи, наизусть.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απέξω
-
3 απέξω
[апэксо] επίρ снаружи, наизусть. -
4 ξέρω
(παρατ ήξερα) μη.1) знать;ξέρω τη δουλειά μου — знать своё дело;
δεν ξέρω — я не знаю;
δεν ξέρω τί να κάνω — не знаю, что делать;
απ' ότι ξέρω — насколько я знаю, насколько мне известно;
δεν θέλω να τον ξέρω — я его знать не хочу;
ξέρω γράμματα — знать грамоту, быть грамотным;
ξέρω την αξία μου — знать себе цену;
με ξέρεις και σε ξέρω — мы друг друга хорошо знаем;
ξέρω απ' έξω — знать наизусть;
ξέρω απέξω κι' ανακατωτά — знать назубок, знать вдоль и поперёк;
δεν ξέρω γιατί — почему-то;
ποιός (τον) ξέρει — кто его знает;
πού να ξέρεις ( — или ποιός ξέρει) — почём знать;
κάνετε όπως ξέρετε — делайте, как знаете;
2) уметь;ξέρω να γράφω — уметь писать;
δεν ξέρω — я не умею;
3) быть знакомым с кем-л.;знать кого-л.; ξερόμαστε мы знакомы;§ δεν ξέρ — ег τί τού γίνεται — или δεν ξέρει πού πάν τα τέσσερα — а) он круглый невежда; — б) он совсем не в курсе дела;
τό ξέρει νεράκι — это он знает как свои пять пальцев, он знает это очень хорошо;
αυτό το ξέρει κ' η γάτα μας — это давно всем известно
См. также в других словарях:
απέξω — και απόξω επίρρ. τοπ. 1. έξω: Του τα πε απόξω απόξω. 2. από το εξωτερικό: Αυτά τα πράγματα τα χουν φέρει απέξω. 3. από μνήμης: Ξέρει το μάθημα απόξω κι ανακατωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απέξω — κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ. 1. έξω από 2. από το έξω μέρος νεοελλ. 1. από το εξωτερικό 2. από μνήμης, από στήθους μσν. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ έξω, απ όξω (< φρ. απ έξω με προληπτική αφομοίωση του ε )] … Dictionary of Greek
ἀπέξω — ἀπέχω keep off or away from fut ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γύρω — επίρρ. 1. τοπ., κυκλικά: Μαζεύτηκε κόσμος γύρω από τον πάγκο του μικροπωλητή. 2. χρον., περίπου: Να βρεθούμε γύρω στις εννιά; 3. φρ., «Φέρνω κάτι γύρω γύρω», λέω κάτι με τρόπο, απέξω απέξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκτοθεν — ἔκτοθεν (Α) επίρρ. αντί ἔξωθεν 1. από το έξω μέρος, έξω, εκτός («ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων» έξω από τον κύκλο τών άλλων μνηστήρων, Οδύσ.) 2. από («πύργων δ ἔκτοθεν βαλών», Αισχ. Επτά) 3. (απολ.) έξω, απέξω («τήνδε δ ἔκτοθεν βοᾱν ἔα», Σοφ. Ηλ.) 4.… … Dictionary of Greek
έκτοσθε — ἔκτοσθε και ἔκτοσθεν (Α) επίρρ. 1. από τα έξω, έξω από κάτι 2. (απολ.) απέξω 3. «ἔκτοσθεν γενέσθαι» παραληρώ (Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
απαπέξω — επίρρ. απέξω … Dictionary of Greek
αποστηθίζω — (Α ἀποστηθίζω) [στήθος] μαθαίνω ή λέγω κάτι απέξω, απομνημονεύω … Dictionary of Greek
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek