Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακούστηκε

  • 1 раздаться

    разд||аться I
    сов см. раздаваться I· \раздатьсяа́лся голос ἀκούστηκε φωνή· \раздатьсяа́лся звонок ἀκούστηκε (или χτύπησε) τό κουδούνι.
    раздаться II
    сов см. раздаваться II,

    Русско-новогреческий словарь > раздаться

  • 2 слыхать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слыханный, βρ: -хан, -а, -о.
    1. βλ. слышать.
    2. βλ. слышно (2, 3 σημ.)
    3. (παρνθ. λ.) όπως ακούεται ή λέγεται•

    ты слыхать, за новую работу принялся εσύ, όπως ακούω, έπιασες καινούρια δουλειά.

    εκφρ.
    слыханное (слыхано) ли дело – (απλ.) ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα (απίθανο)•
    где это слыхано – που ακούστηκε αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > слыхать

  • 3 грянуть

    гряну||ть
    сов
    1. (зазвучать) βροντώ/ ἀντηχώ (раздаться)/ ἀρχίζω δυνατά (о песне):
    \грянутьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός· гром \грянутьл βρόντηξε, ἀκούστηκε βροντή· \грянутьло ура ἀκούστηκαν ζητωκραυγές·
    2. перен (разразиться) ἐκρήγνυ-μαι, ξεσπώ:
    \грянутьла война ξέσπασε ὁ πόλεμος.

    Русско-новогреческий словарь > грянуть

  • 4 бабахнуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.
    1. κροτώ, κάνω μπάμ•

    -ул выстрел μπάμ, ακούστηκε η τουφεκιά.

    2. χτυπώ, καταφέρω χτύπημα•

    он меня как -ул! αυτός σαν μού ‘δοσε μια, μπάμ!

    πέφτω με κρότο, με γδούπο, χτυπώ δυνατά.

    Большой русско-греческий словарь > бабахнуть

  • 5 выстрел

    α.
    1. πυροβολισμός•

    раздался -ακούστηκε πυροβολισμός, έπεσε τουφεκιά•

    он сдался без -а παραδόθηκε χωρίς να ρίξει τουφεκιά•

    произвести выстрел πυροβολώ.

    2. εκπυρσοκρότηση•

    звук -а ο κρότος της εκπυρσοκρότησης•

    орудийный выстрел η κανονιά.

    || βολή•

    холостой άσφαιρη βολή.

    εκφρ.
    на выстрел – όσο κόβει το τουφέκι.

    Большой русско-греческий словарь > выстрел

  • 6 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 7 докатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. докаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. κυλώ ως•

    докатить бочку до погреба κυλώ το βαρέλι ως το υπόγειο.

    2. μεταβαίνω, μετακινούμαι ταχιά.
    1. κυλώ ως•

    мяч -лся до края το τόπι κύλισε ως την άκρη.

    2. καταντώ•

    он -лся до тюрьмы αυτός κατάντησε στη φυλακή.

    3. φτάνω ως•

    выстрел -лся до нас ο πυροβολισμός ακούστηκε ως εμάς.

    Большой русско-греческий словарь > докатить

  • 8 закатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный
    -чел, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ•

    закатить телегу под навес βάζω το κάρο στο υπόστεγο.

    2. φεύγω μακριά (με όχημα).
    3. (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμάζω•

    закатить скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)•

    -пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι.

    || περιφέρω•

    закатить глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών.

    || καταφέρω•

    закатить пощечину μπατσίζω, δίνω μπάτσο.

    1. κυλώ, κατρακυλώι•

    мяч -лся под кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτι,

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω•

    солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε•

    его слава -лась η δόξα του βασίλεψε.

    3. βλ. закатить (2 σημ.).
    4. σκάζω από τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα από τα γέλια, βήχω από τα πολλά γέλια. || (για ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    -лся свисток ακούστηκε σφύριγμα.

    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια γούρλωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > закатить

  • 9 заслышать

    -шу, -шишь
    ρ.σ.
    1. ακούω (από μακριά)•

    -ав голос отца я побежал к нему а-κούοντας τη φωνή του πατέρα, έτρεξα προς αυτόν να τον συναντήσω.

    2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, ακούω.
    3. οσφραίνομαι, μυρίζομαι, οσμίζομαι.
    ακούομαι•

    -лся шум ακούστηκε θόρυβος.

    Большой русско-греческий словарь > заслышать

  • 10 и

    и 1
    ουδ.
    άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».
    и 2
    1. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•

    я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•

    я и ты εγώ και συ•

    отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•

    стыд и срам ντροπή και αίσχος•

    был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.

    2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•

    метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.

    3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•

    мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.

    4 αντιθετικός• όμως, αλλά•

    он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.

    5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•

    и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;

    6. μόριο• επίσης, το ίδιο•

    и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.

    || ακόμα•

    не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.

    7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•

    и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•

    и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!

    Большой русско-греческий словарь > и

  • 11 пронестись

    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω ταχύτατα, καλπάζοντας. || μτφ. περνώ•

    -елась мысль πέρασε η σκέψη.

    2. μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•

    день -сся быстро η μέρα πέρασε γρήγορα•

    детство -лось τα παιδικά χρόνια πέρασαν.

    3. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    -сся слух διαδόθηκε η φήμη•

    -сся крик ακούστηκε κραυγή•

    -лась весть διαδόθηκε η είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > пронестись

  • 12 слыхом

    επίρ.: слыхом не слыхать (не слыхивать не слыхано) απλ. α) ποτέ δεν ακούστηκε τέτοιο πράγμα, β) ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, ούτε φανιά, ούτε λαλιά (καμιά είδηση).

    Большой русско-греческий словарь > слыхом

См. также в других словарях:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άκλυτος — ἄκλυτος, ον (Α) [κλύω] αυτός που δεν ακούστηκε, ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλυτὸς < κλύω] …   Dictionary of Greek

  • αμαθής — ές (Α ἀμαθής) 1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός) 2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος 3. ανόητος, βλάκας αρχ. 1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος 2.… …   Dictionary of Greek

  • εξαναδίδωμι — ἐξαναδίδωμι (Α) αναδίδω, εκφέρω, βγάζω («ἐξανεδόθη λόχμης ἦχος» αναδόθηκε, ακούστηκε από τη λόχμη ήχος, Πλανούδ.) …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • μπαμ — το άκλ. 1. ισχυρός κρότος, ιδίως η εκπυρσοκρότηση όπλου («ακούστηκε ένα μπαμ») 2. φρ. «κάνω μπαμ» i) προκαλώ μεγάλη εντύπωση, κάνω πάταγο ii) διακρίνομαι έντονα, ξεχωρίζω β) «μπαμ μπουμ» (έναρθρ. ή άναρθρ.) η μάχη, ο πόλεμος («φοβάται το μπαμ… …   Dictionary of Greek

  • νεήφατος — νεήφατος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + φατος (< φημί), πρβλ. θεό φατος, παλαί φατος. Το η τού τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την… …   Dictionary of Greek

  • πρωτάκουστος — η, ο, Ν 1. (με θετική σημ.) αυτός που για πρώτη φορά ακούγεται ή αυτός που ακούστηκε μόλις πριν από λίγο («με μιας τραγούδι ουράνιο πρωτάκουστο, δροσάτο / το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά», Βαλαωρ.) 2. (κατ επέκτ.) πρωτοφανής, εκπληκτικός,… …   Dictionary of Greek

  • πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… …   Dictionary of Greek

  • σαν — (I) και σα Ν (μόριο) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό) 1. (κυρίως με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή χωρίς άρθρο ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, καθώς (α. «φωνάζει σαν βόδι» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» λέγεται σε οικείο ή φίλο με την… …   Dictionary of Greek

  • στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»