Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Στέρησις

  • 1 лишение

    лишен||ие
    с
    1. ἡ (ἀπο)στέρηση [-ις], ἡ ἀπώλεια:
    \лишение гражданских прав ἡ στέρησις τών πολιτικών δικαιωμάτων \лишение свободы ἡ φυλάκιση [-ις]·
    2. \лишениеия мн. (нехватки, нужда) οἱ στερήσεις, οἱ ταλαιπωρίες:
    подвергать себя \лишениеиям ὑποβάλλομαι σέ στερήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > лишение

  • 2 поражение

    поражение
    с
    1. ἡ ήττα:
    нанести́ \поражение νικῶ· потерпеть \поражение в бою νικιέμαι, ἡττώ-μαι·
    2. мед. ἡ προσβολή· ◊ \поражение в правах юр. ἡ [ἀπο]στέρησις πολιτικών δικαιωμάτων.

    Русско-новогреческий словарь > поражение

  • 3 право

    прав||о I
    с
    1. τό δικαίωμα:
    \право голоса τό δικαίωμα ψήφου· всеобщее избирательное \право δικαίωμα ψήφου γιά ὅλους· гражданские \правоа́ τά πολιτικά δικαιώματα· поражение в \правоа́х ἡ στέρησις τῶν δικαιωμάτων восстановление в \правоах ἡ ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων получить \право гражданства прям., перен πολιτογρα-φοῦμαι· отстаивать свой \правоа́ διεκδικώ τά δικαιώματα μου· иметь \право на что́-л. ἔχω δικαίωμα γιά κάτν лишать \правоа στερώ τών δικαιωμάτων вступать в свой \правоа μπαίνω σέ ἰσχύ, τίθεμαι ἐν ίσχύϊ· весна вступила в свой \правоа Εφτασε ἡ ἀνοιξη· с полным \правоом μέ πλήρες δικαίωμα· по какому \правоу? μέ ποιο δικαίωμα;· по \правоу δικαιωματικά· 2· юр. τό δίκαιο[ν]:
    гражданское \право τό ἀστικό δίκαιο· уголовное \право τό ποινικό δίκαιο· международное \право τό διεθνές δίκαιο·
    3. (свидетельство) ἡ ἄδεια:
    водительские \правоа ἄδεια ὀδηγοῦ αὐτοκινήτου.
    право II
    вводн. сл. μά τήν ἀλήθεια:
    я, \право-, не знаю μά τήν ἀλήθεια δέν ξέρω.

    Русско-новогреческий словарь > право

См. также в других словарях:

  • Στέρησις —         (steresis) (греч.) лишённость (формы). В учении Аристотеля о субстрате противоположностей негативная противоположность эй доса формы. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н.… …   Философская энциклопедия

  • στέρησις — deprivation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερήσει — στέρησις deprivation fem nom/voc/acc dual (attic epic) στερήσεϊ , στέρησις deprivation fem dat sg (epic) στέρησις deprivation fem dat sg (attic ionic) στερέω deprive fut ind pass 2nd sg στερέω deprive aor subj act 3rd sg (epic) στερέω deprive fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερήσεις — στέρησις deprivation fem nom/voc pl (attic epic) στέρησις deprivation fem nom/acc pl (attic) στερέω deprive aor subj act 2nd sg (epic) στερέω deprive fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερήσεσι — στέρησις deprivation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερήσεσιν — στέρησις deprivation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερήσης — στέρησις deprivation fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερήσιες — στέρησις deprivation fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερήσιος — στέρησις deprivation fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέρησιν — στέρησις deprivation fem acc sg στέρομαι to be without pres subj mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»