-
1 добродушие
доброду́ш||иес ἡ καλοκαγαθία, ἡ ἀγα-θότητα [-ης]. -
2 мягкосердечие
мягкосердечиес ἡ καλοψυχία, ἡ καλοκαγαθία. -
3 добродушие
-я ουδ.αγαθότητα, αγαθοσύνη, καλοσύνη, καλοψυχιά, καλοκαγαθία. -
4 добросердечие
-я ουδ.εγκαρδιότητα, καλοκαγαθία, καλοψυχιά, καλοκάρδισμα.
См. также в других словарях:
καλοκαγαθία — καλοκαγαθίᾱ , καλοκαγαθία fem nom/voc/acc dual καλοκαγαθίᾱ , καλοκαγαθία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκἀγαθία — καλοκἀγαθίᾱ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc/acc dual καλοκἀγαθίᾱ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλοκαγαθία — (kalokagathia) (греч.) идеал физич. и нравств. совершенства. см. Калокагатия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
καλοκαγαθία — η (Α καλοκἀγαθία, Μ καλοκαγαθία) [καλοκάγαθος] η ιδιότητα τού καλοκάγαθου, η φύση, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία τού καλού και αγαθού ανθρώπου, καλοσύνη, αγαθότητα, χρηστότητα, ευγένεια αρχ. εκδήλωση αγαθής προθέσεως προς κάποιον, επιεικής και… … Dictionary of Greek
καλοκαγαθίᾳ — καλοκαγαθίαι , καλοκαγαθία fem nom/voc pl καλοκαγαθίᾱͅ , καλοκαγαθία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκἀγαθίᾳ — καλοκἀγαθίαι , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc pl καλοκἀγαθίᾱͅ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκαγαθίας — καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία fem acc pl καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκἀγαθίας — καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem acc pl καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκαγαθίαι — καλοκαγαθία fem nom/voc pl καλοκαγαθίᾱͅ , καλοκαγαθία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκἀγαθίαι — καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc pl καλοκἀγαθίᾱͅ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκαγαθίαν — καλοκαγαθίᾱν , καλοκαγαθία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)